Βασικός νόμος για το δίκαιο των εθνικών σημάτων στην Ελλάδα είναι ο ν. 2239/1994. Η αποκλειστική χρήση ενός εθνικού σήματος αποκτάται μόνο με την καταχώριση αυτού σύμφωνα με το νόμο αυτόν.

Σήμα μπορεί να αποτελέσουν οι λέξεις, τα ονόματα, οι απεικονίσεις, τα σχέδια, τα γράμματα, οι αριθμοί, οι ήχοι, καθώς και το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του. Τα άρ. 3 και 4 του ν. 2239/1994 προβλέπουν τις περιπτώσεις όπου ένα σήμα δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πολύ συχνή περίπτωση που προκύπτει στην πράξη είναι η απαγόρευση καταχώρισης ενδείξεων που μπορούν να χρησιμεύσουν στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, των ιδιοτήτων, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προελεύσεως ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

Καταχώρηση ενός εμπορικού σήματος στην Ελλάδα

Για την καταχώριση εθνικού σήματος στην Ελλάδα ο ενδιαφερόμενος πρέπει να καταθέσει δήλωση στο μητρώο σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η δήλωση υποβάλλεται σε 4 αντίγραφα και πρέπει να περιέχει κυρίως την αίτηση για καταχώριση σήματος, την αποτύπωσή του, τα πλήρη στοιχεία της ενδιαφερομένης επιχείρησης, τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που θα διακρίνει, καθώς και το διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου.

Για να γίνει δεκτό ένα σήμα, πρέπει να συνεδριάσει η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Η επιτροπή αυτή είναι επίσης αρμόδια και για τις τυχόν αμφισβητήσεις που προκύπτουν σε σχέση με τα σήματα, λειτουργεί δηλαδή και ως πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο. Ένα σήμα που γίνεται δεκτό προστατεύεται για μία δεκαετία, που μετρά από την επόμενη ημέρα της κατάθεσής του. Με νεότερη αίτηση του δικαιούχου, μπορεί να ανανεώνεται για μία ακόμη δεκαετία.

Σε περίπτωση που κάποιο πρόσωπο θεωρεί ότι έχει προγενέστερα δικαιώματα σε κάποιο σήμα, ή ότι κάποιο σήμα δεν μπορεί να καταχωρηθεί ως τέτοιο και γενικότερα όταν έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφασης που δέχεται ολικά ή μερικά τη δήλωση του σήματος. Σε περίπτωση που τρίτο πρόσωπο λάβει γνώση της κατάθεσης της αίτησης του σήματος, μπορεί να ασκήσει παρέμβαση στην επιτροπή, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, προκειμένου να ζητήσει την απόρριψη της αιτήσεως ή και την αποδοχή της.

Ένας σημαντικός περιορισμός στην προστασία που παρέχει το σήμα προβλέπεται στο άρ. 20 παρ. 1 του ν. 2239/1994, ο οποίος περιορίζει τα δικαιώματα που παρέχει ένα σήμα, παρόλο που έχει γίνει δεκτό προς καταχώριση. Ειδικότερα, η διάταξη προβλέπει ότι το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές το όνομα, την επωνυμία, και τη διεύθυνσή τους, ως και ενδείξεις σχετικές με το είδος, την ποιότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, τον χρόνο παραγωγής ή άλλα χαρακτηριστικά καθώς και το ίδιο το σήμα, αν τούτο είναι αναγκαίο, προκειμένου να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, ιδίως όταν πρόκειται για εξαρτήματα ή ανταλλακτικά. Η χρήση αυτή πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα χρηστά ήθη.

Ως παράδειγμα του περιορισμού αυτού μπορούμε να αναφέρουμε την περίπτωση όπου ένα σήμα περιέχει μία λέξη που συνιστά είδος προϊόντος. Έτσι, εάν κάποιος τρίτος χρησιμοποιήσει στο εμπόριο την ένδειξη αυτή, δεν δικαιούται ο δικαιούχος του σήματος να απαγορεύσει στον τρίτο την χρήση της, εφόσον ο τελευταίος την χρησιμοποιεί για να δηλώσει το είδος του προϊόντος και όχι εν είδει σήματος.

Ο δικαιούχος του σήματος προστατεύεται με αγωγή που ασκείται ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, η οποία μπορεί να έχει ως αίτημα είτε την παράλειψη χρήσης, παραποίησης ή απομίμησης του σήματός του από τον τρίτο, είτε και αποζημίωση οιωνδήποτε ζημιών του. Ο δικαιούχος μπορεί επίσης να αξιώσει και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει να αποδείξει και τη συνδρομή εξαιρετικά επείγοντος κινδύνου, που επιβάλει την άμεση λήψη των μέτρων που ασφαλίζουν την αξίωσή του.