Η εξαγορά μιας λειτουργούσας επιχείρησης στην Ελλάδα έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον παράλληλα με την ίδρυση μιας νέας. Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν, ακόμη και από τη σκοπιά της φορολογίας, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Το μεγαλύτερο κίνητρο συνίσταται φυσικά στον μέγιστη δυνατή εξασφάλιση της επένδυσης. Μια ακόμη επιλογή είναι η (πλειοψηφική) συμμετοχή σε μια υφιστάμενη εταιρία.
Οι συναλλαγές αυτές, γνωστές ως mergers and acquisitions ή Μ&Α είναι φυσικά δυνατές και στην Ελλάδα.
Το νομικό πλαίσιο για την εξαγορά μιας επιχείρησης έχει να κάνει με την μορφή της εταιρίας, τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε επιχείρησης αλλά και με το αντικείμενο που μεταβιβάζεται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει κατά περίπτωση στην εφαρμογή διαφορετικών διατάξεων.

Διαχωρισμός γίνεται κατά κύριο λόγο μεταξύ:

  • του “share deal” το οποίο αναφέρεται στην μεταφορά μετοχών / μεριδίων μιας εταιρίας.
    Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τηρηθούν οι διατάξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη εταιρική μορφή. Προκύπτουν μάλιστα διαφορές στον τρόπο της μεταβίβασης, όπως π.χ. ο τρόπος κατάρτισης (συμβολαιογραφικά / με ιδιωτικό έγγραφο). Η δημοσιότητα πλέον συντελείται μέσω του ΓΕΜΗ.
  • του “asset deal” το οποίο αναφέρεται στην ολική ή μερική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρίας χωρίς κτήση συμμετοχής στην ίδια την εταιρία.Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τύχουν προσοχής οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου ανάλογα με το είδος του μεταβιβαζομένου περιουσιακού στοιχείου. Διαφορές προκύπτουν π.χ. εάν πρόκειται περί κινητού ή ακινήτου περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης.

Για την κατά περίπτωση επιλογή της μορφής της μεταβίβασης σημασία αποκτούν ζητήματα σχετικά με την ευθύνη και την φορολογία. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος για υφιστάμενα βάρη και επιβαρύνσεις στα share deals πρέπει να εξετάζεται πάντοτε προσεκτικά.