Όλες οι εταιρίες θα πρέπει μετά τη λύση τους να ακολουθήσουν στάδιο εκκαθάρισης. Εξαίρεση αποτελεί η λύση λόγω πτώχευσης, κατά την οποία εκκινείται η πτωχευτική διαδικασία που προβλέπεται στο πτωχευτικό δίκαιο.
Γενικοί λόγοι για τη λύση μιας εταιρίας είναι ιδίως η πάροδος της διάρκειας που ορίζεται στο καταστατικό, η λήψη σχετικής απόφασης των εταίρων με αυξημένη πλειοψηφία, η καταγγελία της εταιρίας (προσωπικές εταιρίες), η απώλεια της δικαιοπρακτικής ικανότητας από κάποιον εκ των εταίρων προσωπικής εταιρίας κλπ.
Η εκκαθάριση ξεκινάει αμέσως με τη δημοσίευση της λύσης της εταιρίας. Οι εκκαθαριστές (οι οποίοι ορίζονται είτε με την απόφαση της λύσης είτε με σχετική διάταξη του καταστατικού) υποχρεούνται να καταρτίσουν τον ισολογισμό έναρξης της εκκαθάρισης, καθώς και να πραγματοποιήσουν απογραφή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εταιρίας. Οι ενέργειες στο πλαίσιο της εκκαθάρισης πρέπει πάντοτε να έχουν τον σκοπό την ταχεία ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, ώστε να εισπραχθούν οι απαιτήσεις της εταιρίας, καθώς και να πληρωθούν οι υποχρεώσεις της. Αυτό δεν είναι πάντοτε εύκολο στην πράξη, οπότε η διαδικασία εκκαθάρισης ενδεχομένως διαρκέσει περισσότερα έτη. Απαιτήσεις της εταιρίας που δεν μπορούν να εισπραχθούν δύνανται να διαγραφούν από τα βιβλία της, ενώ απαιτήσεις κατά της εταιρίας μπορούν να εξοφληθούν από την τελευταία με εισφορές των εταίρων ή μέσω της συνέχισης της δραστηριότητας της εταιρίας και συνεπώς της πραγματοποίησης κερδών. Σύμφωνα με το νόμο, η δραστηριότητα της εταιρίας μπορεί να συνεχιστεί κατά την εκκαθάριση μόνο για σκοπούς της εκκαθάρισης, ήτοι πραγματοποίηση τζίρου και κερδών ώστε να καλυφθούν ταχύτερα οι υποχρεώσεις της εταιρίας.
Μόλις γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες εκκαθάρισης, τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας διανέμονται στους εταίρους κατά τα εταιρικά τους μερίδια, και καταρτίζεται ο ισολογισμός λήξης εκκαθάρισης, ο οποίος δημοσιεύεται στο εμπορικό μητρώο καθώς και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.