Η εξαγορά μιας ήδη υφισταμένης επιχείρησης μπορεί να προσφέρει διάφορα οφέλη σε σύγκριση με την δημιουργία μιας νέας. Η εξαγορά επιχείρησης συνοδεύεται ωστόσο από μια περίπλοκη διαδικασία και από μια ποικιλία ερωτημάτων που πρέπει να απαντηθούν, ώστε να πρέπει να διαχωρίσουμε μεταξύ των διαφόρων φάσεων της προετοιμασίας, της συναλλαγής και της ενσωμάτωσης της νέας επιχείρησης. Καταρχήν θα πρέπει να συνταχθεί ένα project plan για τα διάφορα βήματα σε στενή συνεννόηση μ’ έναν δικηγόρο.
Η διαδικασία εξαγοράς μιας επιχείρησης ακολουθεί συνήθως τα ακόλουθα στάδια:
- Εφόσον δεν επιλέχθηκε ακόμη μια συγκεκριμένη επιχείρηση προς εξαγορά, θα πρέπει να ερευνηθεί η κατάλληλη επιχείρηση βάσει του ενδιαφέροντος του αγοραστή (screening)
- Μόλις βρεθεί η προς εξαγορά επιχείρηση (target) ακολουθεί επαφή με τους υπευθύνους της, κατά την οποία συνίσταται η συνοδεία από κάποιο σύμβουλο επιχειρήσεων, δικηγόρο, λογιστή κ.ά.
- Εφόσον η προς εξαγορά επιχείρηση δηλώσει το ενδιαφέρον της, καλό είναι για ευνόητους λόγους να υπογραφεί μια σύμβαση εμπιστευτικότητας σχετικά με την περαιτέρω ανταλλαγή πληροφοριών (διαπίστωση ύπαρξης αμοιβαίου ενδιαφέροντος κλπ)
- Εφόσον διαπιστώσουν τα μέρη ότι υπάρχει βασικό ενδιαφέρον στην εξαγορά, συνήθως υπογράφεται στη συνέχεια ένα LOI (letter of intent – δήλωση πρόθεσης) και συμφωνείται η περαιτέρω στρατηγική, σε συνεννόηση με τον αντίστοιχο σύμβουλο
- Ακολούθως είναι απαραίτητη η αποτίμηση της εταιρίας μέσω διενέργειας ελέγχου της εταιρίας (due diligence). Αυτός χωρίζεται σε νομικό και οικονομικό (legal and financial) έλεγχο
- Αναλόγως των αποτελεσμάτων του due diligence ακολουθεί το σχέδιο της τελικής διαμόρφωσης της σχεδιαζομένης εξαγοράς
- Στη συνέχεια ( ή και παράλληλα) διεξάγονται διαπραγματεύσεις σχετικά με το τίμημα
- Σε μεγαλύτερα deals, το κλείσιμο της συμφωνίας ακολουθεί τη γνωστοποίηση στην αρμόδια επιτροπή ανταγωνισμού.
- Αφού υπογραφεί η σύμβαση, θα πρέπει να διασφαλιστεί η κατάλληλη παράδοση καθώς και συνέχιση του λειτουργικού σκέλους της επιχείρησης
Due diligence (έλεγχος της εταιρίας)
Το due diligence κατέχει σημαντική θέση στη διαδικασία εξαγοράς μιας επιχείρησης. Για την αποτίμηση της επιχείρησης και για την μείωση του γνωστού αλλά και του κρυφού ρίσκου σε σχέση με τη σκοπούμενη συναλλαγή, θα πρέπει να συλλεχθούν οι πληροφορίες οι σχετικές με την επιχείρηση, καθώς και οι ευκαιρίες και τα ρίσκα της σκοπούμενης εξαγοράς. Στο εγγράφως καταρτιζόμενο due diligence report καταγράφονται (και για αποδεικτικούς λόγους!) όλες οι πληροφορίες, στοιχεία και ιδιαιτερότητες. Το due diligence θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις εξής πληροφορίες:
- τις εταιρικές πληροφορίες από την ίδρυση της εταιρίας
- πληροφορίες σχετικά με τη στρατηγική κατεύθυνση της εταιρίας, την πολιτική της κλπ
- το περιβάλλον της εταιρίας καθώς και το πλαίσιο δραστηριοποίησής της
- την οικονομική κατάσταση και ιδίως την περιουσία της, το cash-flow, ρευστότητα και δυναμική της επιχείρησης
- το οργανωτικό management και την τεχνική κατάσταση της επιχείρησης
- πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό της
- τη νομική και φορολογική της κατάσταση
- περιβαλλοντικές πληροφορίες της επιχείρησης
Η σύμβαση πώλησης
Εάν η due diligence έχει εκτελεστεί ικανοποιητικά και συμφωνήθηκε η τιμή πώλησης, θα πρέπει να καταρτιστεί το σχέδιο της σύμβασης πώλησης.
Στην Ελλάδα, οι συμβάσεις για την πώληση μιας εταιρείας καλύπτονται από τις αντίστοιχες γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου (αστικός κώδικας, ΑΚ) που προκύπτουν από τις διατάξεις του ενοχικού δικαίου και, ανάλογα με τις ρυθμίσεις της σύμβασης, και άλλες διατάξεις του ΑΚ ή της εμπορικής νομοθεσίας.
Εκτός από τα “essentialia negotii”, δηλαδή τα βασικά στοιχεία της σύμβασης, η σύμβαση πώλησης περιέχει μια ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της πώλησης και της τιμής πώλησης, καθώς και όρους που αφορούν την εγγύηση, διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις, που αποτελούν αναπόσπαστα μέρη οποιασδήποτε σύμβασης για την πώληση της εταιρείας. Η σύμβαση συνήθως περιλαμβάνει επίσης θέματα που αφορούν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από υφιστάμενες σχέσεις, τις πιθανές εξαιρέσεις ευθύνης και περί της παραγραφής αξιώσεων, συμβατικές κυρώσεις, απαγορεύσεις του ανταγωνισμού και ρυθμίσεις για την ανατροπή της σύμβασης σε περίπτωση μη τήρησης των κυρίων υποχρεώσεων.
Σε περίπτωση που ο πωλητής παραβεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης, ο αγοραστής πρέπει να έχει την ευκαιρία να μειωθεί η τιμή πώλησης καθώς και την αξίωση διόρθωσης ή αντικατάστασης. Σε περίπτωση που η συμβατική παροχή καθυστερεί ή δεν εκπληρωθεί καθόλου, ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση και αποζημίωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης και να προβάλει αξιώσεις για αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης.
Στην περίπτωση των ανωνύμων εταιριών, η εξαγορά ή επένδυση ολοκληρώνεται συνήθως μέσω ενός “share deal”, με την μεταβίβαση των μετοχών της εν λόγω εταιρείας. Στην περίπτωση της ΕΠΕ αυτή γίνεται με τη μεταφορά των εταιριών μεριδίων. Ενώ στην περίπτωση της ΕΠΕ απαιτείται συμβολαιογραφική σύμβαση πώλησης για την μεταβίβαση των μεριδίων, στην περίπτωση της ΑΕ οι μετοχές μπορούν να μεταβιβαστούν με ιδιωτικό συμφωνητικό. Ορισμένες διατυπώσεις πρέπει να τηρούνται, ωστόσο, κατά την μεταβίβαση ονομαστικών μετοχών.
Η αγορά περιουσιακών στοιχείων μίας εταιρίας συνηθίζεται να ονομάζεται “asset-deal”. Στην περίπτωση αυτή η έμφαση δεν δίδεται στην μεταβίβαση της εταιρείας per se, αλλά στην μεταβίβαση των περιουσιακών της στοιχείων.
Νομοθεσία περί ελευθέρου ανταγωνισμού
Εάν η εξαγορά της εταιρείας έχει ως αποτέλεσμα της δημιουργία μιας ιδιαίτερα μεγάλης εταιρείας, ή αν βρίσκεται σε μια υψηλή θέση στην αγορά από άποψη ανταγωνισμού , η εξαγορά θα πρέπει επίσης να εξεταστεί από την άποψη της νομοθεσίας περί ελευθέρου ανταγωνισμού.
Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με το ν. 3959/2011, η ελληνική νομοθεσία περί του ελευθέρου ανταγωνισμού ισχύει για την εξαγορά των εταιρειών σε εθνικό επίπεδο.