Στην καταδολίευση δανειστών, ο οφειλέτης ή ο τρίτος που δρα υπέρ αυτού (π.χ. ο διαχειριστής του νομικού προσώπου) επιχειρεί με πρόθεση να ματαιώσει ολικά ή μερικά την ικανοποίηση της (όχι απαραίτητα ληξιπρόθεσμης) αξίωσης του δανειστή. Το εν λόγω αδίκημα μπορεί να τελεστεί μόνο με έναν από τους ακόλουθους περιοριστικά αναφερόμενους τρόπους:
Οι πράξεις του οφειλέτη ή του τρίτου που δρα υπέρ αυτού θα πρέπει να συμβάλλουν στη μείωση της περιουσίας και δη εκείνης της περιουσίας του οφειλέτη, η οποία δύναται να κατασχεθεί, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή.
Για να τελεστεί το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, πρέπει ο δράστης να γνωρίζει όλα τα παραπάνω στοιχεία της πράξης και να θέλει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή την πιθανότητα μη ικανοποίησης του δανειστή.
Η περιουσία του δανειστή προστατεύεται και απέναντι σε καταδολιευτικές πράξεις του εγγυητή, ο οποίος κατά μια άποψη θεωρείται οφειλέτης, είτε έχει είτε δεν έχει την ένσταση διζήσεως (δηλαδή το δικαίωμα άρνησης της καταβολής της οφειλής, εωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη), ενώ κατά μια άλλη άποψη μόνο όταν έχει παραιτηθεί από τη συγκεκριμένη ένσταση.
Η καταδολίευση δανειστών προβλέπεται στο άρθρο 397 ΠΚ και τιμωρείται:
Προϋπόθεση επιβολής μιας εκ των δυο ανωτέρω ποινών είναι να μην προβλέπεται σε άλλη διάταξη νόμου βαρύτερη ποινή για την ίδια πράξη.
Η ποινικοποίηση του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών στοχεύει στην προστασία της περιουσίας του δανειστή.
Η ποινική δίωξη του δράστη προϋποθέτει την υποβολή έγκλησης μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που ο δικαιούχος έλαβε γνώση για την πράξη και για το πρόσωπο του δράστη ή ενός εκ των συμμετόχων.
Με το Ν 3904/2010 προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 406 Α, το οποίο παρέχει ορισμένες ευεργετικές ρυθμίσεις για τον υπαίτιο της καταδολίευσης δανειστών, εφόσον προβεί αυτοβούλως στην ικανοποίηση (έστω και μερική) του παθόντος. Ειδικότερα προβλέπεται: