Ως «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» νοείται η εισροή παρανόμως κτηθέντος χρήματος (και εν γένει περιουσιακών στοιχείων) στο υγιές φορολογικό και οικονομικό σύστημα. Τα χρήματα που έχουν αποκτηθεί με παράνομο τρόπο είναι συνήθως το αποτέλεσμα παράνομων δραστηριοτήτων, όπως λ.χ. της εμπορίας ναρκωτικών, όπλων ή ανθρώπων, δεν αποκλείεται όμως να υπηρετούν και σκοπούς χρηματοδότησης τέτοιων παράνομων δραστηριοτήτων.
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος γίνεται δεκτό ότι υπάρχει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Ίδρυση πυραμιδικού συστήματος και μεταφορά χρημάτων των καταθετών προς διάφορες Τράπεζες και φιλανθρωπικά ιδρύματα διαφόρων χωρών
- Νομιμοποίηση κλεμμένων αυτοκινήτων με σκοπό την προώθησή τους σε άλλες χώρες
- Κατάθεση χρημάτων σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αποτελούν νόμιμα έσοδα του συνδικαιούχου
- Νομιμοποίηση παράνομων εσόδων αφενός με κατάθεσή τους σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς και αφετέρου με την επένδυσή τους σε μετοχές και ακίνητα
- Υπεξαίρεση χρημάτων από τραπεζικό υπάλληλο ή από εντολοδόχο και μεταφορά αυτών σε λογαριασμούς τραπεζών του εξωτερικού ή σε λογαριασμούς άλλων προσώπων, ώστε να χαθεί η διαδρομή του χρήματος.
Πλαίσιο ποινής:
- 5-10 έτη και χρηματική ποινή 20.000-1.000.000 Ευρώ
- 5-20 έτη και χρηματική ποινή 30.000-1.500.000 Ευρώ, αν ο δράστης είναι υπάλληλος υπόχρεου προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών νομικού προσώπου
- 10-20 έτη και χρηματική ποινή 50.000-2.000.000 Ευρώ, αν πρόκειται για κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση ή για υπότροπο δράστη.
Σημειωτέον ότι σε βάρος του κατηγορουμένου μπορεί να διαταχθεί ήδη από τα πρώτα στάδια της ποινικής διαδικασίας η δέσμευση των λογαριασμών, το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου (ακόμη και κοινών) καθώς και η εκποίηση ακινήτων.