Ο νόμος 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών περιέχει τις βασικές διατάξεις (ιδίως στα άρ. 47 επ.) σχετικά με τη λύση και την εκκαθάριση μιας ανώνυμης εταιρίας. Μια ΑΕ μπορεί να λυθεί είτε από αναγκαστικούς λόγους (πτώχευση) είτε και να αποφασιστεί οικειοθελώς.

  1. Λόγοι λύσεως

Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕ γίνει κατώτερο από το μισό του μετοχικού κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων εντός έξι μηνών από τη λήξη της χρήσης, που θα αποφασίσει τη λύση της εταιρίας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου (π.χ. αύξηση κεφαλαίου).

Το άρ. 47 α του ν. 2190/1920 απαριθμεί εξάλλου περαιτέρω λόγους λύσης, συγκεκριμένα

  • λόγω παρόδου της διάρκειας της εταιρίας που ορίζεται στο καταστατικό
  • με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία βάσει των άρ. 29 παρ. 3 και 31 παρ. 2 ν. 2190/1920
  • με την κήρυξη της εταιρίας σε πτώχευση

Κατά το άρ. 48 μπορεί εξάλλου μια εταιρία να λυθεί με δικαστική απόφαση εάν

  • κατά τη σύσταση της εταιρίας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ορίστηκε
  • η εταιρία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο
  • το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας καταστεί κατώτερο του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λάβει μέτρα όπως π.χ. αύξησή του
  • η εταιρία δεν έχει υποβάλει προς καταχώριση οικονομικές καταστάσεις τριών (3) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων , εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση

Επιπλέον, η ΑΕ μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση έπειτα από αγωγή μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, εάν υφίσταται σπουδαίος λόγος που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο καθιστά τη συνέχιση της εταιρίας αδύνατη. Μέτοχοι, εφόσον εκπροσωπούν το 1/5 τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη. Σπουδαίος λόγο υφίσταται ιδίως εάν λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

  1. Εκκαθάριση της εταιρίας

Πλην της περίπτωσης της πτώχευσης (οπότε ακολουθείται η διαδικασία που περιγράφεται στον πτωχευτικό κώδικα), τη λύση της εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση. Με την απόφαση της γενικής συνέλευσης που αποφασίζει τη λύση της εταιρίας ορίζονται και οι εκκαθαριστές.

Κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης θα πρέπει οι εκκαθαριστές να ενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να προχωρήσουν σε πληρωμές υποχρεώσεων από την υφιστάμενη περιουσία (είτε χρηματική είτε εμπράγματη). Περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας θα πρέπει να εκποιηθούν και οι τυχόν απαιτήσεις της εταιρίας κατά τρίτων να διεκδικηθούν. Σημαντικές ενέργειες που γίνονται κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης είναι η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, η διεκδίκηση απαιτήσεων, ο τερματισμός ενεργών συμβάσεων, κ.ά.

Οι εργασίες της εταιρίας επιτρέπεται να συνεχιστούν μόνο περιορισμένα και μόνο προς όφελος της διεξαγωγής της εκκαθάρισης. Με το πέρας των εργασιών της εκκαθάρισης η εταιρία δηλώνει τη διακοπή των εργασιών της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και δημοσιεύει τον τελικό ισολογισμό εκκαθάρισης, ο οποίος δημοσιεύεται νόμιμα.

  1. Πτώχευση της εταιρίας

Αντικειμενική προϋπόθεση για το άνοιγμα της πτωχευτικής διαδικασίας είναι η περιέλευση σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της εταιρίας. Θα πρέπει να πρόκειται για μόνιμη και όχι πρόσκαιρη αδυναμία πληρωμής (μια πρόσκαιρη ταμειακή δυσκολία δεν δικαιολογεί την πτώχευση), ενώ σημαντικό είναι το στοιχείο ότι η αδυναμία πληρωμής θα πρέπει να αφορά το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, λόγω έλλειψης ρευστότητας. Μια εταιρία με μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία αλλά έλλειψη ρευστότητας μπορεί λοιπόν να πτωχεύσει.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να ανοίξει είτε με αίτηση της ίδιας της εταιρίας είτε και με αίτηση πιστωτή της. Κατά το άρ. 5 παρ. 2 του πτωχευτικού κώδικα (ν. 3588/2007) προβλέπεται υποχρέωση της εταιρίας να υποβάλει αίτηση κήρυξης της πτώχευσης εντός 30 ημερών το αργότερο αφού συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις.

Το πτωχευτικό δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της πτώχευσης, ακόμη και αν η αίτηση υποβλήθηκε από τον ίδιο τον οφειλέτη. Εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις η αίτηση απορρίπτεται.

Υπό το καθεστώς του νέου πτωχευτικού κώδικα (ν. 3588/2007) υπάρχει και η δυνατότητα της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης (παλιότερα «διαδικασία συνδιαλλαγής ή και «διαδικασία άρθρου 99»). Κατά το άρ. 99 του πτωχευτικού κώδικα, κάθε πρόσωπο μπορεί να υπαχθεί στη διαδικασία αυτή εφόσον βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του. Για τη διευκόλυνση επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών του, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει μεσολαβητή.

  1. Σύγκριση διαδικασίας πτώχευσης και εκκαθάρισης

Οι διαφορές μεταξύ της διαδικασίας (λύσης και) εκκαθάρισης και πτώχευσης είναι σημαντικές, ενώ εδράζονται επί διαφορετικών προϋποθέσεων. Ενώ η λύση της εταιρίας και η εκκαθάρισή της μπορούν να αποφασιστούν ανά πάσα στιγμή χωρίς συγκεκριμένο λόγο, στην περίπτωση της πτώχευσης πρέπει να συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μάλιστα αρνητικές (παύση πληρωμών).

Αυτό σημαίνει, ότι οι μέτοχοι στην περίπτωση της λύσης και εκκαθάρισης μπορούν να αποφασίσουν ελεύθερα για τη συνέχιση της εταιρίας ή όχι, ενώ η διαδικασία πτώχευσης στηρίζεται επί αναγκαστικών διατάξεων.

Στην λύση και εκκαθάριση η απόφαση περί αυτής μπορεί να εδράζεται σε καθαρά επιχειρηματικές αιτίες, όπως τον διαφορετικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, άσχετα αν υπάρχει αδυναμία πληρωμής ή όχι. Η εκκαθάριση διεξάγεται δε από την εταιρία με ίδια μέσα και χωρίς την ανάμιξη δικαστηρίου ή κάποιου τρίτου (όπως ο σύνδικος στην πτώχευση).

Αντίθετα, στην περίπτωση της πτώχευσης θα πρέπει αυτή να κηρυχθεί υποχρεωτικά από το δικαστήριο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, ενώ αυτή έχει κατά κανόνα αρνητικές συνέπειες και στην φήμη του σήματος της επιχείρησης, ιδίως όταν η τελευταία δραστηριοποιείται διεθνώς.