Το Κληρονομικό Δίκαιο ρυθμίζεται από τον ελληνικό αστικό κώδικα (άρθρα 1710 – 2035 ΑΚ) και ομοιάζει αρκετά παρόμοιο με το γαλλικό και το γερμανικό κληρονομικό δίκαιο, ενώ διαφέρει σημαντικά από το αγγλικό και αμερικάνικο κληρονομικό δίκαιο.
Ο αποθανών μπορεί να αποφασίσει τι θα γίνει με την περιουσία του, καταλείποντας μια διαθήκη, η οποία μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου ιδιόγραφη από τον ίδιο προσωπικά είτε να συνταχθεί ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα. Ο νόμος προβλέπει επίσης ένα τρίτο είδος διαθήκης η οποία ονομάζεται μυστική διαθήκη, και αφορά την περίπτωση που ο διαθέτης παραδίδει τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο, και ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να την σφραγίσει και να την κρατήσει μέχρι το θάνατο του διαθέτη.
Οι Έλληνες που διαμένουν στην Αμερική και στην Αυστραλία και έχουν την Αμερικάνικη ή Αυστραλιανή Ιθαγένεια, προτού αποφασίσουν να συντάξουν μια διαθήκη, πρέπει να επικοινωνήσουν με δικηγόρο, προκειμένου να ελέγξουν σύμφωνα με ποιο νόμο θα πρέπει να προετοιμαστεί η διαθήκη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού σύμφωνα με το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, η περιουσία του θανόντος διέπεται από το δίκαιο της χώρας της τελευταίας του ιθαγένειας.
Ο συμβολαιογράφος ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει πρόσβαση σε ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος, υποχρεούται να ενημερώσει το δικαστήριο για την ύπαρξη της διαθήκης και να καταθέσει προς δημοσίευση το πρωτότυπο έγγραφο. Το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να τη δημοσιεύσει, έτσι ώστε κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για το περιεχόμενό της να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτήν.
Εάν ο θανών δεν έχει αφήσει διαθήκη ή ή διαθήκη είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο ή ο διαθέτης κατανέμει μόνο ένα μέρος της περιουσίας του, εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Οι νόμιμοι κληρονόμοι χωρίζονται από το νόμο σε 6 κατηγορίες, τις “τάξεις”.
Η πρώτη τάξη περιλαμβάνει τα παιδιά και τα εγγόνια του θανόντος. Οι τελευταίοι καλούνται ως κληρονόμοι μόνο όταν οι πρώτοι έχουν προαποβιώσει.
Η δεύτερη τάξη περιλαμβάνει τους γονείς και τα αδέλφια του θανόντος. Εάν έχουν προαποβιώσει, τότε τα παιδιά ή τα εγγόνια τους καλούνται ως κληρονόμοι.
Η τρίτη τάξη περιλαμβάνει τους παππούδες.
Η τέταρτη τάξη περιλαμβάνει τους προπαππούδες.
Η πέμπτη τάξη περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο τον/την σύζυγο ο οποίος/η οποία καλείται ως κληρονόμος ολόκληρης της περιουσίας του θανόντος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο/η σύζυγος καλείται ως κληρονόμος μαζί με τους άλλους συγγενείς σε όλες τις προηγούμενες τάξεις. Στην πρώτη κατηγορία ο σύζυγος έχει μερίδιο 1 / 4, ενώ στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη τάξη έχει μερίδιο 1 / 2 επί της κληρονομιαίας περιουσίας. Ο/Η σύζυγος έχει επίσης το δικαίωμα να πάρει οποιαδήποτε κινητή περιουσία του θανόντος, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά την κοινή ζωή τους (έπιπλα, αυτοκίνητο κλπ.).
Εάν ο θανών δεν είχε σύζυγο ή άλλο συγγενή των προηγούμενου τάξεων, τότε η περιουσία του πάει στο Ελληνικό Δημόσιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που ο θανών δεν έχει αφήσει το κατ’ελάχιστο όριο προβλεπόμενο μερίδιο περιουσίας στη σύζυγο, στα παιδιά ή στους γονείς του (στην τελευταία περίπτωση, μόνον αν δεν υπάρχουν παιδιά), τότε αυτοί οι συγγενείς έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν το ελάχιστο μερίδιο που δικαιούνται κατά νόμον από την κληρονομιά. Το μερίδιο αυτό ονομάζεται “νόμιμη μοίρα” και ισούται με το ήμισυ του μεριδίου κληρονομιάς που θα ελάμβαναν εάν καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Εάν ο θανών είχε κάνει δωρεές εν ζωή προς τους ανωτέρω, το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα μπορεί να χαθεί εάν οι δωρεές καλύπτουν τη νόμιμή τους μοίρα.
Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που έμαθε τον θάνατο του διαθέτη και το δικαίωμά του στην κληρονομική διαδοχή. Εάν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή εάν ο κληρονόμος έμαθε ότι απέκτησε κληρονομικό δικαίωμα όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους. Ως εκ τούτου, είναι πολύ σημαντικό να αποποιηθεί κανείς την κληρονομιά εντός της ενιαύσιας προθεσμίας, καθώς ο κληρονόμος μπορεί να διατρέχει σημαντικούς κινδύνους, εάν η κληρονομιά περιλαμβάνει χρέη ή άλλες υποχρεώσεις του θανόντος.