Ο θεσμός της αποποίησης κληρονομίας ρυθμίζεται στα άρ. 1847 επ. του αστικού κώδικα. Η κληρονομία επάγεται, καταρχήν, στον κληρονόμο αυτοδικαίως και εκ του νόμου με τον θάνατο του κληρονομουμένου (άρ. 1710 ΑΚ). Ωστόσο τούτο έχει προσωρινή ισχύ, καθώς τα άρ. 1847 επ. ΑΚ ορίζουν τη δυνατότητα του κληρονόμου να αποποιηθεί την κληρονομία. Εξαίρεση αποτελεί το δημόσιο, το οποίο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία σύμφωνα με το άρ. 1848 παρ. 2 ΑΚ.

Η δήλωση αποποίησης συνιστά μονομερή, τυπική, μη ανακλητή, μη υποκείμενη σε όρο ή αίρεση δικαιοπραξία. Το δικαίωμα αποποίησης είναι κληρονομητό κατά το άρ. 1854 ΑΚ, όχι όμως μεταβιβάσιμο. Στην περίπτωση περισσοτέρων κληρονόμων, έκαστος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία κατά το μέρος που του αναλογεί.

Η αποποίηση συνιστά δήλωση βούλησης, με την οποία ο προσωρινός κληρονόμος δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να αποδεχθεί την κληρονομία. Κατά τα άρ. 1848 παρ. 1 ΑΚ και 812 ΚΠολΔ πρέπει η δήλωση να γίνει στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Εάν τη δήλωση κάνει αντιπρόσωπος του κληρονόμου, πρέπει να έχει δοθεί συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα (άρ. 1848 παρ. 1 ΑΚ). Με τον τρόπο αυτό διατυπώνεται η βούληση του νομοθέτη να είναι το δικαίωμα αποποίησης αυστηρά προσωποπαγές και έτσι κατά κανόνα μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον κληρονόμο. Κατά συνέπεια, οι δανειστές του κληρονόμου ή ο σύνδικος της πτώχευσης δεν μπορούν να την ασκήσουν για λογαριασμό του ή να ζητήσουν από τον κληρονόμο να μην την ασκήσει.

Προθεσμία αποποίησης

Η προθεσμία αποποίησης ανέρχεται σε 4 μήνες από τη γνώση της επαγωγής και του λόγου της. Κατά το άρ. 1847 παρ. 2 ΑΚ η αποποίηση μπορεί να γίνει εντός ενός έτους, εφόσον ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό ή ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όσο ζούσε στο εξωτερικό. Η προθεσμία αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το χρονικό σημείο της πραγματικής γνώσης της επαγωγής από τον κληρονόμο. Εξαίρεση προβλέπεται στο άρ. 1847 παρ. 1 ΑΚ στην περίπτωση της επαγωγής από διαθήκη, στην οποία η προθεσμία ξεκινάει από το άνοιγμα της διαθήκης. Εάν ο κληρονόμος βρίσκεται σε πλάνη σ’ ό,τι αφορά τον λόγο της επαγωγής. Η δήλωση αποποίησης που γίνεται μετά τον χρόνο της προβλεπόμενης προθεσμίας είναι άκυρη.

Εάν ο κληρονόμος είναι ανήλικος, η αποποίηση μπορεί να γίνει μόνο με άδεια του δικαστηρίου (άρ. 1526 και 1625 ΑΚ).

Εάν ο κληρονόμος αποβιώσει όσο τρέχει η προθεσμία αποποίησης, τότε αυτή δεν λήγει πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση που τάσσεται για την κληρονομία του κληρονόμου (άρ. 1855 παρ. 1 ΑΚ).

Ακυρότητα και ακυρωσία της δήλωσης αποποίησης

Η αποποίηση της κληρονομίας είναι κατά τα άρ. 1849, 1850 και 1851 ΑΚ άκυρη

  1. εάν έγινε μετά την πάροδο της προθεσμίας αποποίησης
  2. εάν έγινε πριν από την επαγωγή
  3. εάν γίνει υπό αίρεση ή προθεσμία
  4. εάν ο κληρονόμος αποποιηθεί μέρος της κληρονομίας
  5. εάν γίνει αφού ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά αποδεχθεί την κληρονομία

Η δήλωση αποποίησης είναι επίσης ακυρώσιμη, σύμφωνα με το άρ. 1857 παρ. 2 ΑΚ, εάν στηρίζεται σε πλάνη, απάτη ή απειλή. Απαιτείται στην περίπτωση αυτή η έγερση αγωγής ακύρωσής της εντός έξι μηνών.

Εξαιρετικά είναι δυνατή η αποποίηση κληρονομίας μετά την αποδοχή κατά τα άρ. 1807 και 1809, εφόσον ο κληρονομούμενος δεν έχει ορίσει υποκατάστατους κληρονόμους και ή διέταξε προσαύξηση και λόγω αυτού επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Το δικαίωμα της αποποίησης είναι κληρονομητό και μεταβιβάζεται κατά το άρ. 1854 ΑΚ στους κληρονόμους του κληρονόμου, εφόσον ο κληρονόμος αποβιώσει πριν την πάροδο της προθεσμίας αποποίησης.

Το άρ. 1856 ΑΚ ορίζει τις συνέπειες της αποποίησης. Κατ’ αυτό, θεωρείται ότι δεν επήλθε ποτέ η επαγωγή σε περίπτωση άσκησης αποποίησης, ήτοι ο αποποιούμενος αντιμετωπίζεται ωσάν να μην είχε ποτέ καταστεί κληρονόμος. Έτσι, η κληρονομία επάγεται στον κληρονόμο που θα είχε κληθεί εάν ο αποποιηθείς δεν ζούσε στον χρόνο της επαγωγής. Και στην περίπτωση αυτή διακρίνεται μεταξύ εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης επαγωγή. Ωστόσο, μπορούν οι επόμενοι καλούμενοι κληρονόμοι να αποποιηθούν και αυτοί την κληρονομία.