Επενδύσεις στο Dubai

O επενδυτής διαθέτει διάφορες δυνατότητες επενδύσεων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ). Η επιλογή της συγκεκριμένης νομικής οδού εξαρτάται από το είδος της κάθε σκοπούμενης επένδυσης. Στη δικηγορική μας εταιρεία υποβάλλονται συχνά οι ίδιες ερωτήσεις στο πλαίσιο των νομικών ιδιαιτεροτήτων κάποιας επένδυσης, ιδίως σ' ό,τι αφορά το Ντουμπάι. Τις ερωτήσεις αυτές επιλέξαμε σύμφωνα με τη συχνότητά τους, και τις παραθέτουμε παρακάτω μαζί με τις απαντήσεις μας:

1. Είδη οικονομικής δραστηριότητας

Οι αλλοδαποί επενδυτές μπορούν να κινηθούν επιχειρηματικά στο Ντουμπάι με τους ακόλουθους κατά κύριο λόγο τρόπους:
[Τα ακόλουθα ισχύουν με μικρές αποκλίσεις και για επιχειρηματικές δραστηριότητες στα υπόλοιπα 6 εμιράτα των ΗΑΕ (Abu Dhabi, Ajman, Fujeirah, Ras Al Kaimah, Sharjah, Um Al Quwain).]

Εμπόριο:

  • Ατομική επιχείρηση εξαγωγών
  • Διανομή προϊόντων μέσω εμπορικού αντιπροσώπου
  • Διανομή προϊόντων μέσω εμπορικού διανομέα

Συμμετοχή σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων:

  • Τοπικοί διαγωνισμοί
  • Διεθνείς διαγωνισμοί

Ίδρυση μίας εγκατάστασης:

  • Ίδρυση ενός γραφείου εκπροσώπησης (δυνατή μόνο η έμμεση οικονομική δραστηριότητα)
  • Ίδρυση ενός υποκαταστήματος δεν είναι δυνατή η πώληση αγαθών, μόνο η παροχή υπηρεσιών)
    Ίδρυση / συμμετοχή σε μία εταιρεία (το πολύ 49% των εταιρικών μεριδίων μπορούν να κατέχονται από αλλοδαπούς)
  • Ίδρυση / συμμετοχή σε μία εγκατάσταση σε ζώνη ελευθέρου εμπορίου (οι αλλοδαποί μπορούν να έχουν και το 100% των εταιρικών μεριδίων)
  • Ίδρυση μίας επαγγελματικής εταιρείας (professional firm)
    (κυρίως μόνο για παροχή υπηρεσιών ή συμβουλών στον τομέα της ιατρικής, παιδείας και εκπαίδευσης για ακαδημαϊκά και τεχνικά επαγγέλματα)
    [Στο Ντουμπάι υπάρχουν μερικές κλινικές, οι οποίες λειτουργούν ως κεφαλαιουχικές εταιρίες (ΕΠΕ), ωστόσο αποτελούν εξαίρεση].

Ως «χορηγοί» χαρακτηρίζονται στο Ντουμπάι και γενικότερα στα ΗΑΕ διάφορα πρόσωπα. Τέτοια μπορούν να είναι ο εργοδότης, ο συνεργάτης, ο εντόπιος συνεταίρος ή και ο αφανής εταίρος σε μία κοινοπραξία (joint venture). Η έννοια «χορηγός» χρησιμοποιείται ωστόσο σε μεγάλο βαθμό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι αλλοδαποί και οι αλλοδαπές επιχειρήσεις μπορούν να συμμετέχουν σε εμπορικές εταιρίες των ΗΑΕ μόνο ως εταίροι μειοψηφίας. Τουλάχιστον το 51% του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να ανήκει σε κάποιον ιθαγενή των ΗΑΕ ή το 100% σε κάποιο νομικό πρόσωπο ιθαγένειας των ΗΑΕ, που ονομάζεται «χορηγός». Εγκαταστάσεις της μορφής του γραφείου αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος καθώς και επαγγελματικές εταιρίες (professional companies), οι οποίες μπορούν να έχουν μόνο οικονομική αλλά όχι εμπορική δραστηριότητα, μπορούν να ανήκουν ωστόσο κατά 100% σε αλλοδαπά πρόσωπα. Χρειάζονται ωστόσο κάποιον αντιπρόσωπο (service agent), ο οποίος ονομάζεται «χορηγός». Οι εξαγωγές είναι η μοναδική οικονομική δραστηριότητα που μπορεί να κάνει μία αλλοδαπή επιχείρηση, χωρίς να διορίσει ένα τέτοιο πρόσωπο.

2. Το εμπόριο

2.1 Η ατομική επιχείρηση εξαγωγών

Η ατομική επιχείρηση εξαγωγών στα ΗΑΕ δεν υπόκειται σε νομικές ιδιαιτερότητες ή περιορισμούς. Κάθε επιχείρηση που εδρεύει στα ΗΑΕ (έχουσα αντίστοιχη άδεια εισαγωγών) μπορεί να εισάγει εμπορεύματα. Δεν ισχύει αυτό που λέγεται, ότι τα εμπορεύματα μπορούν να εισάγονται μόνο με την χρήση ενός εγγεγραμμένου εμπορικού αντιπροσώπου. Κατά την ατομική επιχείρηση εξαγωγών συνίσταται η υπογραφή μίας αντίστοιχης σύμβασης αγοροπωλησίας, που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των μερών. Το πιο σημαντικό σημείο είναι ίσως η εξασφάλιση της πληρωμής, μέσω επιβεβαιωμένης και αμετάκλητης εγγύησης, καθώς αν δεν υπάρχει έγγραφη εξασφάλιση, η πληρωμή κινδυνεύει. Η διασφάλιση της πληρωμής πρέπει να είναι πάντοτε η ύψιστη προτεραιότητα, καθώς η δικαστική διεκδίκηση μπορεί να είναι χρονοβόρα και πολυέξοδη.

2.2 Κυκλοφορία προϊόντων μέσω ενός εμπορικού αντιπροσώπου / διανομέα

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει να διαπραγματεύεται την πώληση ή αγορά εμπορευμάτων ή και να συνάπτει εμπορικές πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου έναντι αμοιβής. Ο διανομέας αγοράζει και μεταπωλεί τα προϊόντα στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό.

Ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ (που τροποποιήθηκε τον Ιούνιο 2006) δεν περιορίζεται μόνο στον εμπορικό αντιπρόσωπο, αλλά αφορά και τον εμπορικό διανομέα. Ρυθμίσεις περιλαμβάνονται επίσης και στον αστικό και εμπορικό κώδικα των ΗΑΕ. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όμως μόνο όταν δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση στο νόμο περί εμπορικών αντιπροσώπων. Σε συμβάσεις franchising εφαρμόζεται ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας αναλογικά, λόγω έλλειψης ειδικού νόμου.

Εμπορικοί αντιπρόσωποι / διανομείς μπορούν να είναι μόνο ιθαγενείς των ΗΑΕ. Εφόσον εμπορικός αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει όλοι οι εταίροι του να είναι πολίτες των ΗΑΕ. Σε μία εταιρεία λοιπόν με αλλοδαπή συμμετοχή στο κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ, αλλά μόνο ο αστικός και εμπορικός κώδικας των ΗΑΕ.

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να καταχωρείται στο υπουργείο εμπορίου σύμφωνα με το νόμο περί εμπορικής αντιπροσωπείας. Ο τελευταίος εφαρμόζεται μόνο όταν η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και αντιπροσώπου / διανομέα έχει καταχωρηθεί. Σε μη καταχωρημένες συμβάσεις δεν μπορούν να ασκηθούν αξιώσεις από τον παραπάνω νόμο, καθώς σύμφωνα με αυτόν θεωρούνται άκυρες.

Εφόσον αυτοί διαθέτουν μία ισχύουσα άδεια εισαγωγών και δεν υφίσταται για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα μία καταχωρημένη αποκλειστική σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας / διανομής, μπορούν και οι μη καταχωρημένοι ή μη ικανοί να καταχωρηθούν διανομείς να εισάγουν εμπορεύματα του προμηθευτή. Μία εταιρεία με αλλοδαπή συμμετοχή στο κεφάλαιό της δεν μπορεί να καταχωρηθεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος / διανομέας, όμως μπορεί να λειτουργεί ως τέτοιος. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν ισχύει ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας, αλλά οι διατάξεις του αστικού και του εμπορικού κώδικα των ΗΑΕ, οι οποίες – αντίθετα με το νόμο περί εμπορικής αντιπροσωπείας – δεν προβλέπουν ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να είναι πολίτης των ΗΑΕ. Περαιτέρω η καταγγελία μίας μη καταχωρημένης σύμβασης είναι ευκολότερη από την καταγγελία μίας καταχωρημένης.

Κατά τον τερματισμό μίας καταχωρημένης σύμβασης αντιπροσωπείας / διανομής υπάρχει, μετά τη νομοθετική τροποποίηση του Ιουνίου 2006, αξίωση αποζημίωσης για κάθε συμβαλλόμενο. Το άρ. 9 του νόμου ορίζει ειδικότερα ότι εφόσον για κάποιο εκ των μερών προκύψει ζημία από τη λύση της σύμβασης, τότε μπορεί να αξιωθεί από αυτό αποζημίωση.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος / διανομέας απολαμβάνει εκ του νόμου αποκλειστικότητα για την περιοχή που έχει συμβατικά αναλάβει. Αυτή μπορεί να επεκτείνεται σε όλα τα ΗΑΕ, σε ένα ή σε περισσότερα εμιράτα. Σύμφωνα με μία νεότερη ρύθμιση μπορεί να ανακαλείται η αποκλειστικότητα για συγκεκριμένα προϊόντα. Η κυβέρνηση υπόσχεται μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές μέσω περισσοτέρου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η ρύθμιση αυτή θα αφορά 15 ομάδες προϊόντων (κυρίως τροφίμων), η λίστα όμως δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος / διανομέας απολαμβάνει εκ του νόμου αποκλειστικότητα για την περιοχή που έχει συμβατικά αναλάβει. Αυτή μπορεί να επεκτείνεται σε όλα τα ΗΑΕ, σε ένα ή σε περισσότερα εμιράτα. Ο προμηθευτής έχει έτσι τη δυνατότητα να ορίζει περισσότερους εμπορικούς αντιπροσώπους για τα προϊόντα του ή και περισσοτέρους εντός της συμβατικής περιοχής, εφόσον οι συμβατικές σχέσεις αφορούν διαφορετικά προϊόντα ή ομάδες προϊόντων.

Σύμφωνα με μία νεότερη ρύθμιση μπορεί να ανακαλείται η αποκλειστικότητα για συγκεκριμένα προϊόντα. Η κυβέρνηση υπόσχεται μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές μέσω περισσοτέρου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η ρύθμιση αυτή θα αφορά 15 ομάδες προϊόντων (κυρίως τροφίμων), η λίστα όμως δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη.

Ο προμηθευτής έχει συγκεκριμένα δικαιώματα προστασίας σε περίπτωση μίας καταχωρημένης σύμβασης, καθώς είναι δυνατόν ο αντιπρόσωπος / διανομέας να προβεί σε παράλληλες εισαγωγές των προϊόντων του προμηθευτή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν την παραμονή των εμπορευμάτων στο τελωνείο.

Με τη λύση μίας καταχωρημένης σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας / διανομής προβλέπεται σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο δικαίωμα αποζημίωσης για έκαστο των μερών. Το άρ. 9 του νόμου περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ προβλέπει ότι εφόσον για κάποιο εκ των μερών προκύψει ζημία από τη λύση της σύμβασης, τότε μπορεί να αξιωθεί από αυτό αποζημίωση.

Μία καταχωρημένη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας / διανομής ορισμένου χρόνου δεν θεωρείτο πριν την πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση ότι λυόταν με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, παρά μόνο όταν διαγραφόταν και από το μητρώο του Υπουργείου Εμπορίου. Για τη διαγραφή αυτή απαιτείτο η έγκριση του εμπορικού αντιπροσώπου / διανομέα. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι μέχρι τη δικαστική διευθέτηση με τον παλαιό αντιπρόσωπο / διανομέα, ο προμηθευτής δεν μπορούσε να καταχωρήσει στο μητρώο νέα σύμβαση, ούτε να διανείμει τα εμπορεύματά του μέσω άλλου εισαγωγέα στα ΗΑΕ, καθώς ο παλιός εμπορικός αντιπρόσωπος / διανομέας είχε προστατευμένα δικαιώματα βάσει του νόμου των ΗΑΕ και μπορούσε να διακόψει τις παράλληλες εισαγωγές.

Με τη νέα ρύθμιση η μη ανανέωση μίας σύμβασης ορισμένου χρόνου μετά την πάροδο της διάρκειάς της δε θεωρείται απαγορευμένη νομικά πράξη.

Το άρ. 8 παρ. 2 του νόμου περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ προβλέπει πλέον ότι μία σύμβαση ορισμένου χρόνου λύεται με την πάροδο της διάρκειάς της, εφόσον τα μέρη δε συμφώνησαν τουλάχιστον ένα έτος πριν την ανανέωσή της.

Ωστόσο δεν έχουν τροποποιηθεί οι διατάξεις για την απαγόρευση της μονομερούς λύσης (καταγγελίας) από τον προμηθευτή. Εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, τότε ο προμηθευτής δικαιούται να την καταγγείλει, μόνο όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Για τι σημαίνει αυτό ακριβώς αρμόδια είναι η νομολογία. Ως περιπτώσεις σπουδαίων λόγων μπορούν να θεωρηθούν π.χ. η επανειλημμένη παραβίαση των υποχρεώσεων για ελάχιστους τζίρους, εφόσον έχει γίνει εξώδικη όχληση και έχει μείνει αναπάντητη. Ακόμη αναγνωρίζονται ως έγκυροι οι ακόλουθοι λόγοι καταγγελίας:

  • Εμπορία ανταγωνιστικών προϊόντων (εφόσον έχει συμφωνηθεί υποχρέωση μη ανταγωνισμού)
  • Αλλαγή των προσωπικών και συμφωνημένων δεδομένων του εμπορικού αντιπροσώπου (π.χ. αλλαγή ιθαγένειας, μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων σε κάποιον αλλοδαπό)
  • Εκχώρηση των δικαιωμάτων του αντιπροσώπου σε τρίτον.

Για δικαστικές διενέξεις μεταξύ προμηθευτή και εμπορικού αντιπροσώπου / διανομέα δεν προβλέπει πλέον το ισχύον δίκαιο των ΗΑΕ την προσφυγή στην επιτροπή επίλυσης εμπορικών διενέξεων (Commercial Agency Dispute Committee). Τα μέρη είναι λοιπόν πλέον ελεύθερα να προσφύγουν στα τακτικά δικαστήρια.

Η συμφωνία κάποιου δικαίου διαφορετικού από αυτό των ΗΑΕ είναι καταρχήν δυνατή. Στην πράξη ωστόσο τα δικαστήρια πολλές φορές εφαρμόζουν το δίκαιο των ΗΑΕ ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί κάποιο άλλο. Η παρέκταση διεθνούς δωσιδικίας δεν είναι δυνατή, καθώς ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ προβλέπει ως αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια των ΗΑΕ. Μία απόφαση που εκδόθηκε στην αλλοδαπή δεν είναι εκτελεστή στα ΗΑΕ, καθώς έτσι προσβάλλεται η αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων των ΗΑΕ.

Ο νόμος περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ δεν προβλέπει – όπως π.χ. το εργατικό δίκαιο – δυνατότητα δοκιμαστικής περιόδου. Μόλις καταχωρηθεί η αντίστοιχη σύμβαση εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου περί εμπορικής αντιπροσωπείας των ΗΑΕ πλήρως. Εμμέσως μπορεί να επιτευχθεί μία δοκιμαστική περίοδος, εφόσον η σύμβαση διατηρηθεί ως «μη κατάλληλη» για καταχώρηση, π.χ. επειδή δεν εκπληρώνονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για επικυρώσεις και νομιμοποίηση του προμηθευτή. Μπορεί επίσης να υπογραφεί μία μη επικυρωμένη εκδήλωση ενδιαφέροντος (letter of intent), στην οποία τίθεται ως παράρτημα η σύμβαση, και η οποία προβλέπει ότι η σύμβαση δεν θα υπογραφεί ούτε καταχωρηθεί μέχρι την πάροδο της δοκιμαστικής περιόδου.

3. Διαγωνισμοί ανάθεσης δημοσίων έργων

Η προμήθεια αγαθών και η εκτέλεση έργων γίνεται στο Ντουμπάι κυρίως με δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς, και θα πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ εθνικών και διεθνών διαγωνισμών. Κυρίως ισχύει σε αμφότερες τις περιπτώσεις ότι μία επιχείρηση, που δεν έχει καταχωρηθεί στα ΗΑΕ, δεν μπορεί να συμμετάσχει σε κάποιον δημόσιο διαγωνισμό, πλην μέσω κάποιου καταχωρημένου αντιπροσώπου.

Αυτό μπορεί να γίνει μέσω είτε κάποιου καταχωρημένου εμπορικού αντιπροσώπου / διανομέα της υποβάλλουσας προσφορά επιχείρησης, είτε μίας καταχωρημένης στα ΗΑΕ εταιρείας, στην οποία συμμετέχει η αλλοδαπή εταιρεία ως εταίρος, είτε μίας εγκατάστασης στην μορφή υποκαταστήματος, είτε μίας κοινοπραξίας – κονσόρτσιουμ, είτε κάποιου ειδικά διορισμένου για τον σκοπό αυτό αντιπροσώπου για υποβολή προσφορών (tender agent). Ο τελευταίος μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Ο διορισμός ενός αντιπροσώπου για υποβολή προσφορών μπορεί να περιοριστεί για συγκεκριμένο δημόσιο διαγωνισμό είτε για ορισμένο χρόνο, χωρίς να προκύπτουν υποχρεώσεις αποζημίωσής του κατά τον τερματισμό της σχέσης, όπως στην περίπτωση του καταχωρημένου εμπορικού αντιπροσώπου / διανομέα.

4. Ίδρυση μίας εγκατάστασης

4.1 Γενικά

Η limited (περιορισμένης ευθύνης) είναι μία από τις 7 εταιρικές μορφές που γνωρίζει ο εταιρικός νόμος των ΗΑΕ και αποτελεί τη συχνότερα προτιμώμενη από αλλοδαπούς επενδυτές εταιρική μορφή. Ωστόσο ο εταιρικός νόμος των ΗΑΕ περιορίζει τις δραστηριότητες τέτοιτων εταιριών στον τομέα του εμπορίου. Νομικό ορισμό του εμπορίου βρίσκουμε στα άρ. 5 και 6 του αστικού κώδικα των ΗΑΕ. Στο όρο εμπόριο δεν υπάγονται η προσφορά υπηρεσιών ή συμβουλευτικές δραστηριότητες π.χ. στον τομέα της ιατρικής, της παιδείας καθώς και στην άσκηση ακαδημαϊκών και τεχνικών επαγγελμάτων. Οι μορφές αυτές οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορούν κατά κύριο λόγο να ασκηθούν μέσω μίας limited ή άλλης εταιρικής μορφής του εταιρικού νόμου των ΗΑΕ. Αυτές ασκούνται μέσω επαγγελματικών εταιριών (professional firms) και συνήθως στην μορφή της ατομικής επιχείρησης ή μίας εταιρικής μορφής του αστικού κώδικα των ΗΑΕ.

4.2 Γραφείο εκπροσώπησης / υποκατάστημα

Κατ’ αρχάς, και οι δύο τύποι έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι παραρτήματα της μητρικής εταιρείας, φέρουν την επωνυμία της και βρίσκονται κατά 100% στην κυριότητά της, δίχως να αποκτούν ίδια νομική προσωπικότητα. Οι δύο αυτοί τύποι παραρτημάτων χρειάζονται τη συνδρομή ενός επιτόπιου εμπορικού πράκτορα (Service Agent), ο οποίος, ωστόσο, δε διαθέτει δικαιώματα συναπόφασης και συμμετοχής. Κύρια διαφορά των δύο αυτών μορφών παραρτημάτων είναι ότι το Γραφείο Εκπροσώπησης, σε αντίθεση με το υποκατάστημα, δεν επιτρέπεται να αναπτύσσει οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα.

Με την ίδρυση ενός Γραφείου Εκπροσώπησης η μητρική εταιρεία αποκτά νομική και φυσική παρουσία στο Dubai. Το Γραφείο Εκπροσώπησης ενεργεί επιβοηθητικά για τη μητρική εταιρεία και δύναται να αναλάβει μεταξύ άλλων τις παρακάτω δραστηριότητες:

  • Παρατήρηση της αγοράς
  • Σύνταξη μελετών για project
  • Marketing και διαφήμιση των προϊόντων και των υπηρεσιών της μητρικής εταιρείας
  • Μεσολάβηση για την κατάρτιση συμβάσεων ανάμεσα σε εντόπιους πελάτες και τη μητρική εταιρεία
  • Παροχή συμβουλών σε πελάτες
  • Παροχή υπηρεσιών εξυπηρέτησης
  • Εποπτεία εμπορικών αντιπροσώπων
  • Διενέργεια εκπαιδευτικών σεμιναρίων
  • Παρατήρηση δημοσίων διαγωνισμών. Το Γραφείο Εκπροσώπησης δεν επιτρέπεται να εξασκεί εμπορικές δραστηριότητες, να εισάγει και να εξάγει εμπορεύματα, καθώς και να συνάπτει συμβάσεις και να εκδίδει τιμολόγια στο όνομά του.

Ο Service Agent πρέπει να διακρίνεται ξεκάθαρα από έναν εμπορικό αντιπρόσωπο/ατομικό έμπορο. Σύμφωνα με τον περί εταιριών νόμο των Η.Α.Ε. ο Service Agent ούτε ενέχεται για τις νομικές και οικονομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης, ούτε έχει το δικαίωμα να αναμειχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εμπορική της δραστηριότητά. Ο Service Agent είναι μία απλή νομική τυπικότητα. Η δραστηριότητά του περιορίζεται στην έκδοση αδειών εισόδου και διαμονής, την έκδοση των απαραίτητων αδειών από τη διοίκηση, τα εμπορικά επιμελητήρια, τα υπουργέια κτλ., καθώς και τη διεκπεραίωση γενικών γραφειοκρατικών βημάτων, υποχρεούται δε να παρέχει στην επιχείρηση πληροφορίες σχετικά με όλες τις τροποποιήσεις και αναθεωρήσεις που αφορούν στο καθεστώς χορήγησης των αδειών αυτών. Ο Service Agent λαμβάνει αποζημίωση για τις δαπάνες του, η οποία καθορίζεται από το μεταξύ του και της επιχείρησης συναφθέν Service Agency Agreement, το οποίο και ρυθμίζει τη νομική σχέση ανάμεσα σε αυτόν και την επιχείρηση. Σε περίπτωση καταγγελίας του Service Agency Agreement ο Service Agent δε δικαιούται αποζημίωσης εκ του νόμου, σε αντίθεση με έναν εμπορικό αντιπρόσωπο/ατομικό έμπορο.

4.3 Ίδρυση / συμμετοχή σε μία εταιρεία

Ο αλλοδαπός επενδυτής έχει στη διάθεσή του διάφορες νομικές δυνατότητες για την ίδρυση ενός joint venture. Joint ventures συναντώνται στα Η.Α.Ε. σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, δηλ. το εμπόριο, τις κατασκευές και τη βιομηχανική παραγωγή. Ο όρος joint venture σε χρησιμοποιείται πάντα με ενιαίο τρόπο στη διεθνή ορολογία. Κατά βάση θεωρείται ως joint venture η νομική ένωση νομικών και/ή φυσικών προσώπων, τα οποία διαχειρίζονται από κοινού κατάστημα ή επιχείρηση επιδιώκοντας την κερδοφορία τους. Στα Η.Α.Ε. joint venture με συμμετοχή αλλοδαπών θεωρείται σε γενικές γραμμές η εταιρική σύμπραξη αλλοδαπών επενδυτών και υπηκόων των Η.Α.Ε. με σκοπό την οικονομική δραστηριοποίηση στα Η.Α.Ε.. Joint ventures στα Η.Α.Ε. και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Περσικού Κόλπου δεν συστήνονται με την μορφή consortium ή ομάδων εργασίας, αλλά αποτελούν ως επί το πλείστον κεφαλαιουχικές εταιρίες με ίδια νομική προσωπικότητα.

Ο περί εταιριών νόμος των Η.Α.Ε. γνωρίζει συνολικά επτά διαφορετικούς εταιρικούς τύπους, από τους οποίους, ωστόσο, δεν ενδείκνυνται όλοι για συμπράξεις. Εν προκειμένω θα γίνει αναφορά μόνο στη Limited Liability Company (LLC), η οποία είναι αντίστοιχη με την ελληνική Ε.Π.Ε. Η εταιρική αυτή μορφή είναι στην πράξη η πλέον διαδομένη για joint ventures στα Η.Α.Ε., μιας και επιτρέπει στον επενδυτή, πέρα από το συνήθως επιθυμητό περιορισμό της ευθύνης του, να αναλαμβάνει βάσει της μειοψηφικής συμμετοχής του τη διεύθυνση της επιχείρησης και να ελέγχει, συνεπώς, τις δραστηριότητές της. Το ιδρυτικό εταιρικό κεφάλαιο ανέρχεται στο Dubai σε 300.000,00 Dhs.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλοδαποί εταίροι δύνανται να κατέχουν μόνο 49% των εταιρικών μεριδίων. Το 51% αυτών πρέπει υποχρεωτικά να κατέχεται από υπήκοο των Η.Α.Ε. ή από εταιρεία, η οποία ελέγχεται κατά 100% από υπηκόους των Η.Α.Ε.. Ο αλλοδαπός εταίρος θα έχει συνήθως συμφέρον να κατέχει την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων και την από αυτή προκύπτουσα εξουσία απόφασης. Στην πράξη συνάπτονται, συνεπώς, ως επί το πλείστον παρεπόμενες της εταιρικής σύμβασης συμφωνίες, στις οποίες αποκρυσταλλώνεται η πραγματική βούληση των εταίρων. Οι συμφωνίες αυτές χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις χορηγίας (Side Agreement/Partner’s Agreement). Ο αλλοδαπός επενδυτής καταβάλει στο σύνολό του το μετοχικό καφάλαιο της εταιρείας. Ο εντόπιος συνέταιρός του δρα απλώς ως θεματοφύλακας των εταιρικών μεριδίων του αλλοδαπού εταίρου, ο οποίος έτσι καθίσταται ανεπίσημα μοναδικός εταίρος της LLC. Ο εντόπιος συνέταιρος λαμβάνει ως αντάλλαγμα μία ετήσια «αποζημίωση για δαπάνες» και απαλλάσσεται από κάθε λογής ευθύνη στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων. Συμφωνίες του είδους αυτού δεν έχουν ισχύ έναντι τρίτων, καθώς είναι άκυρες σύμφωνα με το νόμο περί εταιριών των Η.Α.Ε. και καταστρατηγούν το νόμο.

Παρόλο που οι συμβάσεις χορηγίας είναι άκυρες έναντι τρίτων, μπορεί να δεσμεύουν τους εταίρους στις εσωτερικές τους σχέσεις. Σε περιπτώσεις δικαστικών αντιπαραθέσεων, όταν π.χ. ο εντόπιος εταίρος προβάλει δήθεν αξιώσεις του από την εταιρική σύμβαση, τα δικαστήρια των Η.Α.Ε. αναζητούν κατά βάση την πραγματική βούληση των εταίρων κατά τη σύσταση της LLC. Αυτή προκύπτει από τη σύμβαση χορηγίας, η οποία μπορεί να επιτραπεί ως αποδεικτικό μέσο. Σύμφωνα με τη γενική αρχή της συμβατικής πίστης θα πρέπει τέτοιου είδους αξιώσεις του εντόπιου εταίρου κατά κανόνα να απορρίπτονται λαμβανομένης υπόψη πάντα της πραγματικής βούλησης των εταίρων κατά τη σύναψη της σύμβασης. Αυτό βέβαια μπορεί να διαφέρει ανά περίπτωση. Σε περίπτωση που τα δικαστήρια λάβουν υπόψη την πραγματική βούληση των μερών, θα πρέπει να λυθεί η LLC, καθώς αποτελεί μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε., η οποία δεν είναι νομικά επιτρεπτή.

Αυτό είναι δυνατό, εάν η εταιρική σύμβαση καταρτιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξαντληθούν πλήρως προς όφελος του αλλοδαπού εταίρου όλα τα νόμιμα περιθώρια που προβλέπει ο νόμος περί εταιριών των Η.Α.Ε.. Αυτό μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων ως εξής: η διανομή των κερδών και των ζημιών μπορεί να ρυθμιστεί στην εταιρική σύμβαση σε απόκλιση από τα μερίδια των εταίρων στο κεφάλαιο της εταιρείας. Αποκλίσεις επιτρέπονται μέχρι και μίας κατανομής 80% με 20% υπέρ του αλλοδαπού εταίρου. Ο πλήρης αποκλεισμός εταίρου από τα αποτελέσματα των χρήσεων, είτε πρόκειται για κέρδη, είτε για ζημίες, δεν είναι δυνατός. Είναι, ωστόσο, επιτρεπτό μέσω της πρόβλεψης εύλογων αμοιβών των διαχειριστών, ένα σημαντικό μέρος των κερδών να περιέλθει στον αλλοδαπό εταίρο πριν από τη διανομή τους.

Η διεύθυνση των εταιρικών υποθέσεων μπορεί να ανατεθεί σε έναν ή περισσότερους εταίρους, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πέντε. Ως διαχειριστές μπορούν να οριστούν εταίροι και τρίτοι, ακόμα και νομικά πρόσωπα. Κάθε εταίρος μπορεί να εκπροσωπηθεί στη συνέλευση των εταίρων από άλλο εταίρο, ο οποίος, ωστόσο, δεν είναι διαχειριστής. Ο εντόπιος εταίρος δύναται, συνεπώς, να εξουσιοδοτήσει τον αλλοδαπό εταίρο να τον εκπροσωπήσει στη εταιρική συνέλευση, εφόσον βέβαια ο τελευταίος δεν είναι διαχειριστής της εταιρείας. Αυτό επιτρέπει στον αλλοδαπό εταίρο να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου του εντόπιου εταίρου προς όφελός του.

Ως προς τους τομείς δραστηριοποίησης των εταιριών LLC δεν υφίστανται κατά κανόνα περιορισμοί, εξαιρουμένης της απαγόρευσης δραστηριοποίησής τους στον τραπεζικό, χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο. Βιομηχανικές επιχειρήσεις απαιτούν μεν μία ιδιαίτερη αδειοδότηση, μπορούν δε να λάβουν τη μορφή μίας LLC, και απολαμβάνουν σε αντίθεση με καθαρά εμπορικές επιχειρήσεις απαλλαγές και επιδοτήσεις.

4.4 Ίδρυση / συμμετοχή σε μία εγκατάσταση στη ζώνη ελευθέρου εμπορίου

Στο Dubai υπάρχουν προς το παρόν η Jebel Ali Free Zone, η Dubai Airport Free Zone, καθώς και η Dubai Technology, Electronic Commerce & Media Free Zone, στην οποία είναι ενταγμένες η Dubai Internet City, η Dubai Media City και η Dubai Idea Oasis.

Η δραστηριοποίηση σε μία Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου παρέχει στον επενδυτή τη δυνατότητα να ιδρύσει υποκαταστήματα εμπορικά, παραγωγικά και παροχής υπηρεσιών, τα οποία θα βρίσκονται στην κυριότητά του κατά 100%, δίχως να απαιτείται συμμετοχή εντόπιων εταίρων, όπως συμβαίνει σε joint ventures που εδρεύουν εντός του Dubai και των Η.Α.Ε.

Κατά βάση υπάρχουν τρεις δυνατότητες δραστηριοποίησης εντός Ζωνών Ελεύθερου Εμπορίου στα Η.Α.Ε.:

  • Ίδρυση ενός υποκαταστήματος
  • Ίδρυση ενός Free Zone Establishment (FZE)
  • Ίδρυση μίας Free Zone Company (FZCO).

Σε αντίθεση με τα υποκαταστήματα, οι FZE και FZCO έχουν ίδια νομική προσωπικότητα. Οι FZE και FZCO πρέπει να λογιστούν ως Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης. Η FZE μπορεί να ιδρυθεί ως μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε., ενώ η FZCO μπορεί να ιδρυθεί από δύο μέχρι πέντε αλλοδαπούς εταίρους. Το ύψος του ιδρυτικού εταιρικού κεφαλαίου διαφέρει στις επιμέρους Ζώνες Ελεύθερου Εμπορίου. Στην Jebel Ali Free Zone και στη Dubai Airport Free Zone ανέρχεται για μία FZE σε 1.000.000,00 Dhs και για μία FZCO 500.000,00 Dhs. Στα πλαίσια της Dubai Technology, Electronic Commerce & Media Free Zone δε γίνεται διάκριση ανάμεσα σε FZE και FZCO. Τα νομικά πρόσωπα που εδρεύουν εκεί χαρακτηρίζονται ως Limited Liability Companies (Ε.Π.Ε.) και μπορούν να ιδρυθούν από έναν ή περισσότερους εταίρους. Το ιδρυτικό εταιρικό κεφάλαιό τους ανέρχεται σε 500.000,00 Dhs.

Σε όλες τις μορφές υποκαταστημάτων επιτρέπεται μία ενεργή συμμετοχή σε οικονομικές συναλλαγές στο Dubai και τα Η.Α.Ε.. Εμπορεύματα μπορούν να εισαχθούν και να εξαχθούν. Οι Ζώνες Ελεύθερου Εμπορίου εκδίδουν συνήθως άδειες εμπορίου, παροχής υπηρεσιών και παραγωγής. Οι άδειες αυτές περιορίζονται όμως στο έδαφος της εκάστοτε Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου με αποτέλεσμα από άποψη εταιρικού δικαίου να μη θεωρείται ότι τα υποκαταστήματα εδρεύουν στα Η.Α.Ε., πράγμα που σημαίνει ότι για την εξαγωγή εμπορευμάτων στα Η.Α.Ε. απαιτείται η συνδρομή εμπορικού αντιπροσώπου, εισαγωγέα ή ακόμα η ίδρυση ενός joint venture με τη μορφή εταιρείας πωλήσεων. Έτσι, βασικό κριτήριο για τη λήψη απόφασης σχετικά με την ίδρυση υποκαταστήματος εντός των Η.Α.Ε. ή εντός μίας Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου θα πρέπει να είναι η αγορά, στην οποία προτίθεται κανείς να δραστηριοποιηθεί. Εάν η αγορά αυτή δεν περιορίζεται στα Η.Α.Ε., τότε η ίδρυση υποκαταστήματος σε μία Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου είναι μία εναλλακτική πρόταση στην ίδρυση υποκαταστήματος εντός των Η.Α.Ε., η οποία θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη.

4.5 Ίδρυση / συμμετοχή σε μία επαγγελματική εταιρεία

Η ίδρυση εταιριών βάσει του νόμου περί εταιριών των Η.Α.Ε. περιορίζεται κατ’ αρχήν σε εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητές και απαιτεί συμμετοχή ύψους 51% υπηκόου των Η.Α.Ε. στο εταιρικό κεφάλαιο. Ο περιορισμός της ευθύνης των εατίρων είναι δυνατός ανάλογα με την εταιρική μορφή.

Η ίδρυση/συμμετοχή σε Professional Firm είναι επιτρεπτή μόνο για οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα, π.χ. παροχή συμβουλευτικών και λοιπών υπηρεσιών στον τομέα της ιατρικής, της εκπαίδευσης, καθώς και εξάσκηση ακαδημαϊκών και χειροτεχνικών επαγγελμάτων. Οι εταιρίες τύπου Professional Firm μπορούν να βρίσκονται στην κυριότητα αλλοδαπών κατά 100% και απαιτούν τη συνδρομή Service Agent. Οι διαχειριστές των Professional Firms δεν απολαμβάνουν περιορισμούς στην ευθύνη τους, και ευθύνονται πλήρως για υποχρεώσεις της εταιρείας. Μία Professional Firm μπορεί να ιδρυθεί ως ατομική επιχείρηση είτε ως εταιρεία του Αστικού Κώδικα των Η.Α.Ε..

Αναφορικά με τις δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν υπό των όρο «Engineering Consultancy», εφαρμόζονται οι διατάξεις της ειδικότερης ρύθμισης «Local Order Nr. 89/1994 on Regulating the Practice of Engineering Consultancy Profession in the Emirate of Dubai».

Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, οι ακόλουθες εταιρικές μορφές είναι επιτρεπτές:

  • Local Engineering Firm
  • Associated Engineering Firm
  • Expert Engineering Firm
  • Παράρτημα αλλοδαπής κατασκευαστικής εταιρείας.

Local Engineering Firm
Πρόκειται για επαγγελματική εταιρεία (Professional Company), οι οποία μπορεί να ιδρυθεί από ένα έως δύο εντόπια φυσικά πρόσωπα. Αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα μπορούν σε μία τέτοια εταιρεία να αποκτήσουν μερίδια έως 49%.

Associated Engineering Firm
Αυτή η εταιρική μορφή μπορεί να ιδρυθεί ανάμεσα σε μία εντόπια και μία αλλοδαπή κατασκευαστική εταιρεία για την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων. Προϋπόθεση είναι, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις να μπορούν να αποδείξουν πρακτική δραστηριότητα και εμπειρία δέκα ετών.

Expert Engineering Firm
Ο εταιρικός αυτός τύπος μπορεί να ιδρυθεί από φυσικά πρόσωπα. Βασική δραστηριότητα που μπορεί να αναληφθεί από τέτοιες εταιρίες είναι η παροχή συμβολευτικών υπηρεσιών σε Local Engineering Firms, Associated Engineering Firms και σε δημόσιους φορείς. Ο αδειοδοτούμενος μπορεί να είναι αλλοδαπός, πρέπει όμως να διαθέτει επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον 15 χρόνων σε ειδικούς τομείς. Η συνδρομή ενός Service Agent δεν είναι πλέον απαραίτητη.

Παράρτημα αλλοδαπής κατασκευαστικής εταιρείας
Παραρτήματα του είδους αυτού μπορούν να ιδρυθούν από αλλοδαπά κατασκευαστικά γραφεία, εφόσον μεταξύ άλλων υφίστανται το λιγότερο 15 έτη και έχουν διεκπεραιώσει ικανό αριθμό έργων βαρύνουσας σημασίας.

5. Φορολογικές εκτιμήσεις

Κάθε εμιράτο των Η.Α.Ε. έχει δική του φορολογική νομοθεσία. Οι φορολογικοί νόμοι προβλέπουν μεν την επιβολή φόρων, στην πράξη όμως οι περισσότερες διατάξεις δεν εφαρμόζονται. Σε φορολόγηση υπόκεινται μόνο τράπεζες και επιχειρήσεις, οι οποίες ασχολούνται άμεσα με την εξόρυξη και επεξεργασία πετρελαίου, φυσικού αερίου και πετροχημικών προϊόντων. ’ρα, επιχειρήσεις, οι οποίες δε δραστηριοποιούνται στους παραπάνω κλάδους και επιτυγχάνουν κέρδη στα Η.Α.Ε. δεν υπόκεινται ούτε σε φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, ούτε σε κάποια άλλη φορολογική επιβάρυνση. Φόρος εισοδήματος δεν επιβάλλεται ούτε σε φυσικά πρόσωπα. Αλλαγές στην φορολογική αυτή πολιτική δεν είναι πιθανές στο κοντινό μέλλον σύμφωνα με τη γνώμη ειδικών.