Η κεφαλαιοδότηση μιας ΑΕ είναι κατά κανόνα δυνατή μέσω της αύξησης του κεφαλαίου της, με δανεισμό ή με δωρεές. Για φορολογικούς λόγους προτιμάται η αύξηση κεφαλαίου, επί της οποίας εφαρμόζεται ο φόρος αύξησης κεφαλαίου (ΦΣΚ), σε ύψος 1,1%. Στην περίπτωση δανείου υπολογίζεται τέλος χαρτοσήμου που ανέρχεται κατά περίπτωση από 1,2% μέχρι 3,6%. Κατά τη διενέργεια δωρεάς ο φόρος είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Η αύξηση του κεφαλαίου μιας ΑΕ χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, στην πραγματική και την ονομαστική αύξηση. Πραγματική είναι η αύξηση όταν εισέρχεται νέο κεφάλαιο στην εταιρία, ενώ ονομαστική είναι η αύξηση με μέσα που ήδη υπάρχουν στην εταιρία (λογιστική αύξηση κεφαλαίου). Η πραγματική αύξηση μπορεί να γίνει με καταβολή κεφαλαίου και έκδοση νέων μετοχών ή αύξησης της αξίας των υφισταμένων μετοχών ή και με μετατροπή του παθητικού σε μετοχές (π.χ. των υφισταμένων δανείων).
Αύξηση με καταβολή κεφαλαίου
Η αύξηση κεφαλαίου είναι δυνατή χωρίς τροποποίηση του καταστατικού, εφόσον σ’ αυτό έχει γίνει πρόβλεψη περί μελλοντικών αυξήσεων με αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου. Επίσης είναι δυνατή και με τροποποίηση του καταστατικού, η οποία πρέπει να αποφασιστεί με πλειοψηφία 2/3 της γενικής συνέλευσης και πρέπει να καταχωρηθεί στο ΓΕΜΗ.
Η αύξηση κεφαλαίου είναι δυνατή είτε με αύξηση της αξίας των υφισταμένων μετοχών ή με την έκδοση νέων. Συνηθίζεται η έκδοση νέων μετοχών.
Με την καταβολή του νέου κεφαλαίου η διαδικασία ολοκληρώνεται. Τούτο πρέπει να καταβληθεί το αργότερο εντός 4 μηνών από την απόφαση για την αύξηση. Το διοικητικό συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να βεβαιώσει την καταβολή, και η αντίστοιχη απόφασή του πρέπει να δημοσιευτεί στο ΓΜΗ.
Επιπλέον, στην αύξηση κεφαλαίου προβλέπεται δικαίωμα προτίμησης των υφισταμένων μετόχων για ανάληψη των νέων μετοχών. Αυτό σημαίνει ότι οι νέοι μέτοχοι έχουν δικαίωμα να λάβουν τις νεοεκδιδόμενες μετοχές πριν αυτές καλυφθούν από τρίτους. Το δικαίωμα αυτό δεν υφίσταται στην περίπτωση αύξηση με εισφορές σε είδος. Η γενική συνέλευση μπορεί να περιορίσει ή και να καταργήσει το δικαίωμα προτίμησης, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται όμως να εκθέσει στη γενική συνέλευση τους λόγους που επιβάλουν τον περιορισμό ή την κατάργηση του δικαιώματος.
Αύξηση με κεφαλαιοποίηση παθητικού
Μια μορφή αύξηση κεφαλαίου είναι και η κεφαλαιοποίηση παθητικού. Ως παθητικό νοούνται οι υποχρεώσεις προς τρίτους όπως δάνεια κ.ά. Η κεφαλαιοποίηση επιτυγχάνεται με μια μορφή συμψηφισμού, κατά την οποία η εταιρία συμψηφίζει, δια της εκδόσεως και παραδόσεως μετοχών σ’ έναν δανειστή της, την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της. Με τον τρόπο αυτό δεν εισρέει νέο κεφάλαιο στην εταιρία αλλά μετατρέπονται απαιτήσεις κατά της εταιρίας σε κεφάλαιο, με αποτέλεσμα την οικονομική ελάφρυνση της εταιρίας.
Για την με τον τρόπο αυτόν αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης σχετικά με την έκδοση νέων μετοχών προς συμψηφισμό τους με την κατά της εταιρίας απαίτηση. Κατά την κρατούσα άποψη πρέπει να λάβει χώρα εκτίμηση της αξίας της συμψηφιζομένης απαίτησης από την επιτροπή του άρ. 9 ν. 2190/1920. Στην πράξη ωστόσο και εφόσον η απαίτηση απεικονίζεται ορθά στα βιβλία της εταιρίας χωρίς η αξία της να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα υπολογισμού (π.χ. απαίτηση λόγω παράδοσης εμπορευμάτων που έχουν τιμολογηθεί και παραδοθεί νόμιμα ή απαίτηση από σύμβαση δανείου εκ της οποίας προκύπτουν σαφώς οι χρηματικές απαιτήσεις), δεν απαιτείται αποτίμηση.
Ονομαστική αύξηση κεφαλαίου
Η ονομαστική αύξηση κεφαλαίου μιας ΑΕ γίνεται με κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών και των κερδών. Έχει κυρίως λογιστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι τα χρηματικά μέσα που ήδη υπάρχουν στην εταιρία μετατρέπονται σε κεφάλαιο. Στην περίπτωση της κεφαλαιοποίησης κερδών θα πρέπει η εταιρία πρωτίστως να καλύψει ζημίες προηγουμένων χρήσεων από τα κέρδη προτού μετατρέψει τα υπόλοιπα κέρδη σε κεφάλαιο. Επιπλέον η εταιρία υποχρεούται να παρακρατεί το 1/20 των κερδών για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού. Περαιτέρω περιορισμός για την κεφαλαιοποίηση των κερδών είναι η υποχρέωση απόδοσης μερίσματος στους μετόχους κατά τους ορισμούς του άρ. 45 παρ. 2 α ν. 2190/1920.
Αύξηση του κεφαλαίου στην ΕΠΕ
Η αύξηση του κεφαλαίου στην ΕΠΕ προϋποθέτει την τροποποίηση του καταστατικού της και απαιτεί απόφαση των 3/4 των εταίρων, οι οποίοι κατέχουν τα ¾ του κεφαλαίου της εταιρίας.
Το νέο κεφάλαιο μπορεί να αναληφθεί είτε από τους υφισταμένους εταίρους ή και από τρίτους. Οι παλαιοί εταίροι έχουν δικαίωμα προτίμησης, το οποίο ωστόσο μπορεί να αποκλειστεί με την απόφαση για την αύξηση ή και με ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Εάν η εταιρία έχει περισσότερους εταίρους αντιστοιχεί αυτό στα εκάστοτε εταιρικά μερίδια.
Ο νόμος περί ΕΠΕ (3190/1955) αναφέρεται μόνο στην πραγματική αύξηση του κεφαλαίου με νέες εισφορές. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι δυνατή η ονομαστική αύξηση. Πρακτικά είναι δυνατή η αύξηση και με έκδοση νέων εταιρικών μεριδίων ή και αύξηση της αξίας των υφισταμένων.
Η ανάληψη του νέου κεφαλαίου γίνεται είτε από τους εταίρους είτε και από τρίτους με έγγραφη δήλωσή τους προς την εταιρία εντός 20 ημερών από την λήψη της απόφασης για την αύξηση. Εντός 10 ημερών από την πάροδο της προθεσμίας αυτής πρέπει να καταρτιστεί συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταξύ του διαχειριστή της εταιρίας και των αναλαβόντων τα εταιρικά μερίδια. Εάν τα κεφάλαια για την αύξηση προέρχονται από αποθεματικά ή από παθητικό, τότε θα πρέπει να γίνει αποτίμησή τους από την επιτροπή του άρ. 9 του ν. 2190/1920.
Αύξηση κεφαλαίου στην ΙΚΕ
Η αύξηση κεφαλαίου στην ΙΚΕ προϋποθέτει την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας (άρ. 68 παρ. 2 ν. 4072/2012) και απαιτεί την λήψη απόφασης από τουλάχιστον τα 2/3 των εταιρικών μεριδίων.
Η ανάληψη του κεφαλαίου μπορεί να γίνει είτε από εταίρους ή και από τρίτους. Οι υφιστάμενοι εταίροι έχουν δικαίωμα προτίμησης, το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση αύξησης κεφαλαίου με εισφορές σε είδος. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι το δικαίωμα προτίμησης αφορά σε εταίρους που κατέχουν εταιρικά μερίδια αντιστοιχούντα σε κεφαλαιακές εισφορές.
Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι το κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί σε ορισμένο χρονικό σημείο με νέες εισφορές. Το χρονικό αυτό σημείο μπορεί να προβλέπεται μέσω προθεσμίας ή αίρεσης ή να εξαρτάται από απόφαση του διαχειριστή ή των εταίρων. Εάν δεν συμφωνηθεί κάτι άλλο, είναι υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν όλοι οι εταίροι κατά τις μερίδες συμμετοχής τους.