Η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα

Η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα διέπεται από τα άρθρα 669 και επόμενα του Αστικού Κώδικα.

Οι συμβάσεις απασχόλησης που μπορεί συναφθούν για ορισμένο αλλά και για αόριστο χρόνο. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου λήγουν με το πέρας της περιόδου για την οποία είχαν συναφθεί (άρθρο 669 Αστικού Κώδικα). Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του μετά την λήξη της παραπάνω περιόδου και ο εργοδότης τις αποδέχεται αυτές, συνάγεται ότι υφίσταται σιωπηρή παράταση της σύμβασης εργασίας. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η σύμβαση εργασίας παρατάθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2112/20, οποιαδήποτε μονομερής τροποποίηση των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζομένου θεωρείται ως λύση της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Αυτό αφορά τις περιπτώσεις της απόσπασης των εργαζομένων στο εξωτερικό παρά τη θέλησή του, υποβιβασμό σε κατώτερη θέση και περικοπή μισθού.

Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν να λυθούν ως εξής:

Ως αποτέλεσμα καταγγελίας από τον εργαζόμενο, αρθ. 669 § 2 και 670, 672 Αστικού Κώδικα, Ως αποτέλεσμα του θανάτου του εργαζομένου ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το θάνατο του εργοδότη, αρθ. 675 Αστικού Κώδικα, με αμοιβαία συναίνεση του εργοδότη και την του εργαζομένου στις περιπτώσεις των § 1, άρθ.. 8 του Ν. 3198/1955, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση υπηρεσίας 15 ετών Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος αποκτά την επιχείρηση του εργοδότη του.

Υπό ορισμένες συνθήκες, η αδυναμία του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε ασθένεια, ατύχημα, στρατιωτική θητεία ή την εγκυμοσύνη, μπορεί να ληφθεί ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργαζόμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις που δεν έχει λάβει χώρα ρητή καταγγελία, το ζήτημα ελέγχεται και ερμηνεύεται από το δικαστήριο.

Αν ο εργοδότης δεν είναι σε θέση να δεχθεί τις υπηρεσίες του υπαλλήλου, ως αποτέλεσμα των εμποδίων (π.χ. για λόγους ανωτέρας βίας), δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την αμοιβή. Αυτό δεν οδηγεί, ωστόσο, σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτόματα. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ο εργαζόμενος , ωστόσο, δικαιούται τα δύο τρίτα της νόμιμης αποζημίωση (άρθρο 6, § 2, παράγραφος 2 του Ν. 2112/20) .
Σε περίπτωση πτώχευσης του εργοδότη, ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει την πλήρη νόμιμη αποζημίωση (άρθρο 6 § 2 του Ν. 2112/20 και άρθρο 9 § 2 του Β.Δ. 16/18.7.20).

Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να λυθούν ως εξής:

  1. Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με δικαιώματα παύουν όταν λήξει η διάρκειά τους (άρθρο 669, § 1 Αστικού Κώδικα). Σε περίπτωση, ωστόσο, που ο εργαζόμενος συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής με τη γνώση του εργοδότη και ο τελευταίος δεν έχει αντίρρηση, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι έχει παραταθεί για αόριστο όρο (άρθρου 671 Αστικού Κώδικα).
  2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ανά πάσα στιγμή για εύλογη αιτία χωρίς την τήρηση προθεσμίας καταγγελίας. Συμβατικός αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής καταγγελίας είναι άκυρη (Άρθρο 672 Αστικού Κώδικα). Η παράβαση της σύμβασης μπορεί να αποτελέσει εύλογη αιτία. Σε αυτή την περίπτωση το μέρος που ευθύνεται για την παράβαση της σύμβασης υποχρεούται να παρέχει αποζημίωση (άρθρο 673 Αστικού Κώδικα). Σε περίπτωση μεταβολής της προσωπικής κατάστασης ή των περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση (άρθρο 674 Αστικού Κώδικα). Άλλα παραδείγματα εύλογης αιτίας:
    Η αντίθεση του εργαζομένου και η άρνηση να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του εργοδότη και η έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης/προσόντων,
    Η απουσία του υπαλλήλου λόγω ασθένειας σε βάθος χρόνου, εάν αυτό οδηγεί σε προβλήματα στην λειτουργία της επιχείρησης,
    Η παράβαση συγκεκριμένων συμβατικών διατάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ρητά ότι σε περίπτωση παράβασης το άλλο μέρος θα δικαιούται να λύσει τη σύμβαση, αλλά χωρίς την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης,
    o Σε περίπτωση εκ προθέσεως προσβολής από τον εργοδότη.
  3. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Σε αυτές τις περιπτώσεις , ωστόσο, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο όλα τα ημερομίσθια μέχρι τη λήξη της διάρκειας της αρχικά συμφωνηθείσας σύμβασης εργασίας.
  4. Ο θάνατος του εργαζομένου ή κατ ‘εξαίρεση του εργοδότη, οδηγεί σε τερματισμό της σύμβασης απασχόλησης ορισμένου χρόνου (άρθρο 675 ΑΚ).
  5. Περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος αποκτά την επιχείρηση του εργοδότη οδηγούν επίσης στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.

Αποζημίωση για απώλεια θέσης εργασίας (μισθωτός)

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, στην περίπτωση προσήκουσας λύσης συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, η αποζημίωση καταβάλλεται μόνον για ελάχιστη διάρκεια απασχόλησης δύο μηνών. Η καταγγελία πρέπει να γίνεται γραπτώς και πρέπει να κοινοποιηθεί στον ΟΑΕΔ (άρθρο 1, § 1 του Ν. 2112/20, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του νόμου 4558/30). Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος που απολύεται, θα λάβει αποζημίωση για τις ημέρες νόμιμης άδειας που δεν έχει λάβει.

Η κλιμακωτή αποζημίωση, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές, ανάλογα με την διάρκεια της υπηρεσίας, για απλή καταγγελία από τον εργοδότη (άρθρο 1 του νόμου 2112/20, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του νόμου 4558/30) φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Μήκος της υπηρεσίας Περίοδο προειδοποίησης ή αποζημίωση Μήκος της υπηρεσίας Περίοδο προειδοποίησης ή αποζημίωση
2 μήνες έως 1 έτος Μισθός 1 μήνα ή 1 μήνας 17 χρόνια Μισθοί 13 μηνών ή 13 μήνες
1 χρόνος έως 4 χρόνια Μισθοί 2 μηνών ή 2 μήνες 18 χρόνια 14 μήνες ή Μισθοί 14 μηνών
4 χρόνια έως 6 χρόνια Μισθοί 3 μηνών ή 3 μήνες 19 χρόνια Μισθοί 15 μηνών ή 15 μήνες
6 χρόνια έως 8 χρόνια 4 μήνες ή Μισθοί 4 μηνών 20 χρόνια 16 μήνες ή Μισθοί 16 μηνών
8 χρόνια σε 10 έτη 5 μήνες ή Μισθόί 5 μηνών 21 χρόνια 17 μήνες ή Μισθοί 17 μηνών
10 χρόνια Μισθοί 6 μήνες ή 6 μήνες 22 χρόνια Μισθοι 18 μηνών ή 18 μήνες
11 χρόνια Μισθοί 7 μήνες ή 7 μήνες 23 χρόνια Μισθοί 19 μηνών ή 19 μήνες
12 χρόνια Μισθοί 8 μηνών ή 8 μήνες 24 χρόνια Μισθοί 20 μηνών ή 20 μήνες
13 χρόνια Μισθοί 9 μηνών ή 9 μηνών 25 χρόνια Μισθοί 21 μηνών ή 21 μήνες
14 χρόνια 10 μήνες ή Μισθοί 10 μηνών 26 χρόνια 22 μήνες ή Μισθοί 22 μήνες
15 χρόνια 11 μήνες ή Μισθοί 11 μηνών 27 χρόνια 23 μήνες ή Μισθοί 23 μήνες
16 χρόνια Μισθοί 12 μηνών ή 12 μήνες 28 χρόνια και άνω Μισθοί 24 μηνών ή 24 μήνες

Σε περίπτωση που ο εργοδότης καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας χωρίς να τηρήσει την προθεσμία καταγγελίας, η αποζημίωση αντιστοιχεί στην διάρκεια της υπηρεσίας. Σε περίπτωση καταγγελίας με σύμφωνη τήρηση της περιόδου προειδοποίησης, ο μισθωτός του οποίου η σύμβαση έχει καταγγελθεί δικαιούται το ήμισυ των αντίστοιχων αποζημιώσεων που φαίνονται παραπάνω.

Σημείωση:. Για να υπάρχει έγκυρη καταγγελία ο εργοδότης πρέπει επίσης να προσφέρει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποζημιώσεις, αναφέροντας την περίοδο προειδοποίησης.

Εάν ο υπάλληλος απουσιάζει από την εργασία κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας, θεωρείται ότι ο εργαζόμενος έχει λύσει τη σύμβαση εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχει δικαίωμα σε αποζημίωση. Αν, ωστόσο, ο εργοδότης δεν τηρήσει την περίοδο ειδοποίησης, η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί κανονικά. Η προθεσμία καταγγελίας δεν αντισταθμίζεται κατά το χρόνο της προϋπηρεσίας κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης .

Οι εργαζόμενοι που έχουν περισσότερες συμβάσεις εργασίας ταυτόχρονα δικαιούνται ξεχωριστή αποζημίωση για κάθε σύμβασης εργασίας σε περίπτωση συνήθους τερματισμού.