Οι παραγωγοί μπορούν να κυκλοφορήσουν ένα προϊόν στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά με διάφορες μεθόδους. Εκτός από τις απευθείας πωλήσεις στον τελικό πελάτη, πολλοί παραγωγοί καταφεύγουν στην επιλογή της προώθησης στην αγορά από τρίτα πρόσωπα στην εν λόγω χώρα. Το θετικό ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ότι αυτοί οι τοπικοί συνεργάτες είναι πιο εξοικειωμένοι με τις τοπικές συνθήκες και είναι σε θέση να γνωρίζουν μια πιο αποτελεσματική τοπική στρατηγική μάρκετινγκ και επομένως μπορούν να προωθήσουν τα προϊόντα πιο αποδοτικά και αποτελεσματικά. Αυτή η μορφή συνεργασίας επιλέγεται συχνά από ξένες επιχειρήσεις, και είναι γνωστή με τις μορφές του εμπορικού αντιπροσώπου και του διανομέα.

1.1. Εμπορικός αντιπρόσωπος
1.1.1. Εφαρμοστέο δίκαιο
1.1.2. Δικαιοδοσία
1.1.3. Τερματισμός της σύμβασης
1.1.4. Αξίωση αποζημίωσης πελατείας κατά τη λήξη της σύμβασης
1.1.5. Περαιτέρω αξιώσεις
1.2. Αποκλειστικός διανομέας
1.2.1. Αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους
1.2.2. Λύση της σύμβασης και νομικές συνέπειες
1.3 Αποκλειστικότητα – αποκλειστικό δικαίωμα διανομής

Η νομοθεσία περί εμπορικών αντιπροσώπων είναι κωδικοποιημένηστις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έτσι ώστε τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου σε σχέση με τον προμηθευτή προστατεύονται από πολλές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Δεν υπάρχουν διατάξεις ωστόσο που να προστατεύουν τους διανομείς, οπότε τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι διατάξεις της προστασίας των εμπορικών αντιπροσώπων ισχύουν και για τους (αποκλειστικούς) διανομείς. Πρώτα πρέπει ως εκ τούτου καθορίζονται λεπτομερώς οι διάφορες μορφές της συνεργασίας και οι επακόλουθες νομικές συνέπειες.

1.1. Εμπορικός αντιπρόσωπος

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας που συνάπτει δικαιοπραξίες για λογαριασμό μίας άλλης εταιρίας και επ’ ονόματι της τελευταίας (π.χ. πώληση προϊόντων στους πελάτες, στο όνομα μιας άλλης εταιρείας). Ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό τρίτων και λαμβάνει προμήθειες για τις υπηρεσίες του από τον προμηθευτή. Σε αντίθεση με τον διανομέα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν αγοράζει τα προϊόντα, αλλά ενεργεί ως μεσολαβητής μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη.

Εφόσον υφίστανται τα χαρακτηριστικά αυτή στην σχέση μεταξύ των δύο εταιριών, τότε θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, και μάλιστα αντίθετα εάν υπάρχει έγγραφη ή προφορική σύμβαση: ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει τα ίδια δικαιώματα έναντι του προμηθευτή σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Απλώς όταν η σύμβαση είναι προφορική υφίστανται αποδεικτικές δυσκολίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας, τα δικαστήρια έχουν την τάση να αποφασίζουν υπέρ του εμπορικού αντιπροσώπου, γι’ αυτό συνίσταται οι σχετικές συμβάσεις να συνάπτονται πάντοτε εγγράφως.

1.1.1 Εφαρμοστέο δίκαιο

Προκειμένου να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο, θα πρέπει να γίνεται διάκριση στη σχέσης μεταξύ του εμπορικού αντιπροσώπου με τον προμηθευτή, αφενός, και της σύμβασης πώλησης μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη από την άλλη. Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος χρησιμοποιείται για τη διανομή προϊόντων στο εξωτερικό, τότε η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και τελικού πελάτη αποτελεί μια διεθνή σύμβαση πώλησης, ώστε εφαρμόζεται η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών (γνωστή ως CISG), εφόσον φυσικά τα κράτη της έδρας των συμβαλλομένων συμμετέχουν στη σύμβαση και δεν έχει αποκλειστεί η εφαρμογή της με συμφωνία των μερών.

Η CISG προβλέπει διατάξεις σχετικά με τις πωλήσεις που εφαρμόζονται εφόσον τα μέρη σε μια σύμβαση πώλησης προέρχονται από διαφορετικά κράτη που συμμετέχουν στη σύμβαση. Δεδομένου ότι η CISG δεν ισχύει για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όπως η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, για επιπλέον δεν υπάρχει άλλη σύμβαση για το ουσιαστικό δίκαιο των εμπορικών αντιπροσώπων, θα ισχύει στην περίπτωση αυτή το εθνικό δίκαιο.

Οι διατάξεις σχετικά με τη σύμβαση αντιπροσωπείας έχουν εναρμονιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει της οδηγίας 86/653 της 18ης Δεκεμβρίου 1986, η οποία εν τω μεταξύ έχει εισαχθεί στα κατά τόπους εθνικά δίκαια των κρατών μελών.Στην Ελλάδα, η Οδηγία αυτή έχει εισαχθεί δυνάμει του Π.Δ. 219/1991, και περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, ιδίως σχετικά με την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου.

Ο καθορισμός του εφαρμοστέου σε συμβατικές ενοχές δικαίου διέπεται από τη Σύμβαση της Ρώμης (ήδη κανονισμός Ρώμη), που υπογράφηκε από τα κράτη μέλη (όπως η Ελλάδα) στη Ρώμη το 1980. Η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επί συμβατικών ενοχών στις οποίες συμμετέχουν συμβαλλόμενοι που προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη. Τα μέρη έχουν βάσει αυτής της δυνατότητα να ορίσουν με συμβατική ρήτρα το εθνικό δίκαιο που προτιμούν να εφαρμοστεί. Τόσο το γερμανικό όσο και το ελληνικό δίκαιο βασίζονται στο θέμα αυτό στις διατάξεις που εισήχθησαν στο ελληνικό δίκαιο δυνάμει της οδηγίας 86/653, που αποτελεί μέρος του εθνικού δικαίου. Για τον λόγο αυτό η νομοθεσία περί εμπορικών αντιπροσώπων δεν είναι στα ουσιώδη σημεία της διαφορετική στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη.
Εάν δεν έχει γίνει ρητή επιλογή κάποιου δικαίου ως εφαρμοστέου στη σύμβαση, τότε βάσει του άρ. 4 της Σύμβασης της Ρώμης εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους με το οποίο η σύμβαση εμφανίζεται τη στενότερη σχέση, ή του κράτους στο οποίο εκπληρώνεται η χαρακτηριστική για τον τύπο της σύμβασης παροχή. Στην περίπτωση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, θεωρείται ότι χαρακτηριστική είναι η παροχή του αντιπροσώπου.

1.1.2 Δικαιοδοσία

Ανεξάρτητα από το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, τίθεται και το ζήτημα των αρμοδίων δικαστηρίων στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υπαγάγουν τυχόν διαφορές που θα προκύψουν μεταξύ τους. Η επιλογή μπορεί να γίνει υσμβατικά μέσω μίας ρήτρας δικαιοδοσίας. Με τη ρήτρα αυτή καθορίζονται τα αρμόδια δικαστήρια σε περίπτωση διαφορών. Εκτός και αν ορίσουν κάτι άλλο τα μέρη, τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για τις εν λόγω διαφορές.

Σε περίπτωση που δεν καθοριστούν δικαστήρια ως αποκλειστικά αρμόδια, μπορεί να συμφωνηθεί τόπος εκπλήρωσης της παροχής των μερών. Με τον τρόπο αυτό μπορούν (εμμέσως) να καθοριστούν τα αρμόδια δικαστήρια, όπως ορίζει το άρ. 6 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000.

1.1.3 Τερματισμός της σύμβασης

Το αντικείμενο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι ουσιαστικά η παροχή μιας υπηρεσίας, ο σκοπός της οποίας συνίσταται κατά κύριο λόγο στην πώληση αγαθών. Η σύμβαση μπορεί να συναφθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και μπορεί να τερματιστεί με καταγγελία που απευθύνεται προς τον έτερο συμβαλλόμενο. Η προθεσμία καταγγελίας είναι διαφορετική ανάλογα με τον χρόνο που διήρκεσε η σύμβαση. Τόσο στο ελληνικό όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά δίκαια μπορεί η σύμβαση να τερματιστεί με την τήρηση των παρακάτω προθεσμιών προμήνυσης:

ενός μήνα, από την έναρξη του πρώτου έτους της σύμβασης,
δύο μηνών από την έναρξη του δεύτερου έτους της σύμβασης,
τριών μηνών από την έναρξη του τρίτου έτους της σύμβασης,
τεσσάρων μηνών από την έναρξη του τέταρτου έτους σύμβασης,
5 μηνών από την έναρξη του πέμπτου έτους σύμβασης,
6 μηνών εφόσον η σύμβαση διήρκεσε τουλάχιστον 5 έτη,
με ισχύ στο τέλος του ημερολογιακού μήνα, αντίστοιχα.

Για αποδεικτικούς σκοπούς είναι καλό η έγγραφη καταγγελία να αποστέλλεται είτε με courier είτε με δικαστικό επιμελητή.

1.1.4 Αξίωση αποζημίωσης πελατείας κατά τη λήξη της σύμβασης

Σύμφωνα τόσο με τη γερμανική (§ 89β γερμανικού εμπορικού κώδικα – HGB) όσο και την ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. 219/1991, άρθρο 9), ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται εύλογη αποζημίωση, με την οποία αντισταθμίζεται η ωφέλεια που προσέφερε αυτός στον προμηθευτή. Πρόκειται για τη σημαντικότερη αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει σύμφωνα με τα παραπάνω να αποζημιωθεί για το γεγονός ότι έχει κερδίσει νέους πελάτες για την επιχείρηση, με τους οποίους η τελευταία μπορεί να συνεχίσει να κάνει συναλλαγές μετά τον τερματισμό της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Η αξίωση πελατείας δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων. Η αποζημίωση χορηγείται μόνο εφόσον ο εμπορικός αντιπρόσωπος πράγματι εισέφερε νέους πελάτες στον προμηθευτή ή επέκτεινε ουσιωδώς τις συναλλαγές με τους υπάρχοντες πελάτες, και παραμένει εκ του λόγου αυτού κάποιο όφελος στον προμηθευτή μετά τον τερματισμό της σύμβασης. Κατά τα άλλα πρέπει η αποζημίωση να είναι εύλογη εν όψει των περιστάσεων
Δεδομένων των τζίρων κατά τα τελευταία έτη δημιουργείται μία πρόγνωση για το μέλλον, στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώνεται ποια δυναμική τζίρου υφίσταται με τους κτηθέντες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο πελάτες. Η αποζημίωση πελατείας μπορεί να ανέλθει κατ’ ανώτατο στις προμήθειες ενός έτους, που υπολογίζονται βάσει του μέσου όρου των προμηθειών των τελευταίων πέντε ετών της συνεργασίας.
Η αξίωση δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, χωρίς η καταγγελία αυτή να εδράζεται σε λόγους υγείας ή άλλους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτήν, με άλλα λόγια εάν η καταγγελία έγινε για σπουδαίο λόγο εκ μέρους του. Επιπλέον η αξίωση δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος συμφωνεί με τον προμηθευτή να εκχωρηθεί η συμβατική σχέση σε κάποιον τρίτο.

1.1.5 Περαιτέρω αξιώσεις

Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τάση να επιδικάζουν περαιτέρω αποζημίωση σύμφωνα με τις γενικές αρχές του αστικού δικαίου πέραν της αποζημίωσης πελατείας. Τούτο βασίζεται στο γεγονός ότι η ανωτέρω ευρωπαϊκή οδηγία και το στηριζόμενο σ’ αυτήν π.δ. 219/1991 ορίζει στο άρ. 9 παρ. 1 γ ότι δεν αποκλείονται περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης (π.χ. από αδικοπραξία ή σύμφωνα με τις γενικές αρχές του αστικού δικαίου). Εφόσον προκύπτει περαιτέρω ζημία λόγω της καταγγελίας της σύμβασης – πέραν της απώλειας των προμηθειών και των πελατών -, μπορεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να εγείρει περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης βάσει των γενικών αρχών του αστικού δικαίου.
Αυτός μπορεί να συμβαίνει π.χ. σε περίπτωση βλάβης της φήμης, ή όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναγκάστηκε να προβεί σε μεγάλες επενδύσεις λίγο πριν τον τερματισμό της συνεργασίας, ενώ ευλόγως ανέμενε βάσει της συμπεριφοράς του προμηθευτή ότι η συνεργασία θα ήταν μακροχρόνια.
Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται μερικές περιπτώσεις της παράβασης του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, εφόσον επιδιώκεται ο εκτοπισμός του εμπορικού αντιπροσώπου από την αγορά, ή της παράβασης του νόμου περί ελευθέρου ανταγωνισμού με την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης του προμηθευτή.

1.2. Αποκλειστικός διανομέας

Μια άλλη συνηθισμένη μορφή της προώθησης προϊόντων σε άλλες αγορές είναι η διανομή μέσω αποκλειστικών διανομέων. Σε αντίθεση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ο διανομέας αγοράζει τα προϊόντα από τον προμηθευτή και στη συνέχεια τα πωλεί στους πελάτες στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις τυγχάνει ο διανομέας να χρησιμοποιήσει το υπάρχον δίκτυο διανομής του προμηθευτή. Το πλεονέκτημα για τον προμηθευτή από τη μια πλευρά είναι ότι λαμβάνει το τίμημα των προϊόντων, ακόμη και πριν αυτό καταλήξει στον τελικό καταναλωτή. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει καμία άμεση έννομη σχέση μεταξύ του τελικού πελάτη και του προμηθευτή, έτσι ώστε ο διανομέας φέρει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του τελικού πελάτη. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο διανομέας είναι συμβατικά υποχρεωμένος να αγοράζει ελάχιστες ποσότητες από τον προμηθευτή, ενώ κατά κανόνα θα πρέπει να διενεργήσει κάποιες επενδύσεις για να επιτύχει τούτο.

1.2.1. Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους

Στην περίπτωση του διανομέα ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου διέπεται από τις διατάξεις της σύμβασης της Ρώμης, εφόσον πρόκειται για σύμβαση μεταξύ κατοίκων διαφορετικών κρατών μελών. Σε αντίθεση με το δίκαιο του εμπορικού αντιπροσώπου, ωστόσο, η σύμβαση εμπορικής διανομής δεν ρυθμίζεται καθολικά σε επίπεδο της ΕΕ. Η ελληνική νομολογία τείνει πάντως να εφαρμόζει, ειδικά μετά την πρόσφατη τροποποίηση του π.δ. 219/1997, τις διατάξεις για της σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και στη σύμβαση εμπορικής διανομής, λόγω του ότι υφίστανται σε αρκετές περιπτώσεις συγκρίσιμα συμφέροντα.
Σύμφωνα με τη νομολογία τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους στους αποκλειστικούς διανομείς αφενός προϋποθέτει ότι η συμβατική σχέση παρουσιάζει κάποια στοιχεία συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου. Ο αποκλειστικός διανομέας ειδικότερα θα πρέπει να παρουσιάζεται ως ενσωματωμένος στο δίκτυο πωλήσεων του προμηθευτή (π.χ. κατανομή σε μια συγκεκριμένη περιοχή πωλήσεων, δέσμευση ελαχίστων αγορών, η απαγόρευση του ανταγωνισμού). Επιπλέον, ο αποκλειστικός διανομέας πρέπει να έχει συμβατική δέσμευση να παραδώσει στον προμηθευτή τα στοιχεία και τις διευθύνσεις των πελατών που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια της σύμβασης και να εξασφαλίσει την πρόσβαση στα στοιχεία των πελατών.

Η τελευταία τάση της νομολογίας είναι να αναγνωρίζεται αξίωση αποζημίωσης πελατείας στους αποκλειστικούς διανομείς ακόμη και σε περίπτωση μίας μη εγκύρως συμφωνηθείσας μεταβίβασης της πελατείας κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό προτείνεται το να συμφωνείται τουλάχιστον μία υποχρέωση διαγραφής του πελατολογίου κατά την λύση της σύμβασης.

1.2.2. Λύση της σύμβασης και νομικές συνέπειες

Εάν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις για ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων, η σύμβαση διανομής μπορεί να λυθεί τηρώντας τις προθεσμίες που ισχύουν και για τους εμπορικούς αντιπροσώπους.

Ο αποκλειστικός διανομέας μπορεί να διεκδικήσει και εύλογη αποζημίωση σύμφωνα με τις ίδιες αρχές όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος, κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης, καθώς ο αποκλειστικός διανομέας δεν λαμβάνει προμήθειες. Το κέρδος του προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμή αγοράς και της τιμής πώλησης ή από πιθανές πληρωμές μπόνους, αντίστοιχα. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα ανώτατο όριο για την αποζημίωση, αντίστοιχα με την μέση ετήσια προμήθεια του εμπορικού αντιπροσώπου, π.χ. βάσει του μέσου όρου των ετήσιων κερδών.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ο προμηθευτής μπορεί επιπλέον να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης χωρίς την τήρηση της προθεσμίας προμήνυσης. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. Ο προμηθευτής μπορεί να υποχρεωθεί καταβάλει αποζημίωση για το διάστημα προθεσμίας προμήνυσης που δεν τηρήθηκε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κέρδη που απώλεσε ο αποκλειστικός διανομέας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο διανομέας μπορεί να απαιτήσει επιπλέον αποζημίωση για ηθική βλάβη του.

1.3. Αποκλειστικότητα – αποκλειστικό δικαίωμα διανομής

Σε αντίθεση με την συνηθισμένη περίπτωση των απλών μεταπωλητών, οι οποίοι αγοράζουν μόνο προϊόντα από τον προμηθευτή και τα πωλούν στους πελάτες τους, ο εμπορικός αντιπρόσωπος και ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούνται να πωλούν τα προϊόντα σε μία ορισμένη περιοχή και επίσης να προστατεύουν τα συμφέροντα του προμηθευτή. Ως αντάλλαγμα συνήθως ζητούν αποκλειστικότητα στην πώληση είτε προστασία σε ορισμένη περιοχή.

Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος “αποκλειστική διανομή” μπορεί να έχει διαφορετικές σημασίες και πρέπει συνεπώς να καθορίζεται προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αξιώσεις για αποζημίωση. Ανάλογα με την εκάστοτε συμφωνία, η αποκλειστική διανομή μπορεί να σημαίνει απλώς τον αποκλεισμό της άμεσης εγκατάστασης του εργοδότη ή αποκλειστικό δικαίωμα του διανομέα με αποκλεισμό των λοιπών διανομέων ή και τα δύο.

Οι νομικές συνέπειες διαφέρουν επίσης ανάλογα. Στην περίπτωση της αποκλειστικής διανομής, η διενέργεια πωλήσεων από τον προμηθευτή άμεσα στην ίδια περιοχή είναι αντίθετη στη σύμβαση διανομής γεγονός που επιφέρει συνέπειες, όπως. Π.χ. αξίωση αποζημίωσης ή δικαίωμα καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση από τον εμπορικό αντιπρόσωπο. Η κατανομή σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε συγκεκριμένη ομάδα πελατών, από την άλλη πλευρά, αυξάνει απλώς τις περιπτώσεις των συναλλαγών για τις οποίες ο προμηθευτής θα πρέπει να καταβάλει προμήθεια και, σε περίπτωση προσβολής, δεν συνεπάγεται καμία περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης εκτός εάν συνδυάζεται με το δικαίωμα της αποκλειστικότητας. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να ορίζεται στη σύμβαση η έκταση της συγκεκριμένης αποκλειστικότητας που χορηγείται.